pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Κτίρια και Κατασκευές

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με τα κτίρια και τις κατασκευές, όπως "εσωτερικό", "συναρμολογήστε", "διάσπαση" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Γ1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
adjacent

situated next to or near something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adjacent"
architectural

relating to the study or art of constructing or designing a building

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "architectural"
interior

located on the inside part of a particular thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interior"
exterior

located on the outer surface of a particular thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exterior"
insulated

covered with a substance that does not let heat, electricity, or sound to enter or escape through it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insulated"
municipal

involving or belonging to the government of a city, town, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "municipal"
residential

(of an area with buildings) designed specially for people to live in

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "residential"
godforsaken

(of a place) remote and without any appealing or interesting qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "godforsaken"
suburban

characteristic of or relating to a residential area outside a city or town

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suburban"
vacant

(of a house, room, seat, etc. ) empty or unoccupied and available to be used

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacant"
to assemble

to make something by putting separate parts of something together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assemble"
to decay

(of a structure or an area) to become worse gradually

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decay"
to demolish

to completely destroy or to knock down a building or another structure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to demolish"
to erect

to build or assemble a structure or object in an upright position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to erect"
to refurbish

to make a room or building look more attractive by repairing, redecorating, or cleaning it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refurbish"
to renovate

to make a building or a place look good again by repairing or painting it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to renovate"
bungalow

a one-story construction without stairs, usually with a low roof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bungalow"
court

an area surrounded by walls or buildings, often part of a large house

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "court"
dome

a building's roof that is rounded

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dome"
sauna

a small room that is often heated with steam and has wooden walls, where people sit for relaxation or health benefits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sauna"
igloo

a house or shelter in the shape of a dome that is built from blocks of ice or hard snow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "igloo"
high-rise

a very tall building with many floors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-rise"
lighthouse

a large structure, such as a tower, placed near the coast and equipped with a powerful light that guides or warns the approaching ships

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lighthouse"
pier

a long platform built from the shore into the sea that people can go for entertainment or a walk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pier"
premises

the building and its surrounding land owned or used by a business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "premises"
arch

a curved symmetrical structure that supports the weight above it, used in bridges or buildings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arch"
beam

a long bar of iron or metal that supports the weight of a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beam"
cement

a gray powdery substance that becomes hard if it is mixed with water and sand, used for construction purposes such as sticking bricks of a wall together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cement"
tile

a flat piece of baked clay or other material, mostly in the shape of a square, used for covering floors or walls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tile"
marble

a type of hard smooth rock that is mostly white in color and has colored lines, which is used as building material or in making statues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marble"
crane

a very large tall machine used for lifting heavy objects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crane"
escalator

a staircase that moves and takes people up or down different levels easily, often found in large buildings like airports, department stores, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "escalator"
addition

a new room added to a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "addition"
flooring

the materials that make up the floor of a building or room

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flooring"
foundation

a hard layer of cement, stone, etc. that serves as the underground support of a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foundation"
layout

the specific way by which a building, book page, garden, etc. is arranged

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "layout"
embassy

a building used as the office or residence of the officials who represent their government in another country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embassy"
plumbing

the system of pipes for the distribution of water in a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plumbing"
chalet

a wooden house with a steep sloping roof, often found in mountainous areas in Switzerland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chalet"
windowpane

a single piece of glass in a window

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "windowpane"
lobby

the area just inside the entrance of a public building such as a hotel, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lobby"
thatched

(of a house or building) having a roof made of dried straw, leaves etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thatched"
shovel-ready

(of a construction project) prepared for the building stage to begin

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shovel-ready"
to desecrate

to treat something valuable inconsiderately, in a way that affects it badly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to desecrate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek