pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Ψώνια

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με τα ψώνια, όπως "barcode", "boutique", "bargain" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές C1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
barcode

a row of black and white lines printed on a product that contain information such as its price, readable only by a computer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barcode"
price tag

a label on an item that shows how much it costs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "price tag"
boutique

a small store in which fashionable clothes or accessories are sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boutique"
dressing room

a room in a clothing store where people can try on items of clothing before buying them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dressing room"
rack

a shelf or frame with hooks or bars, etc. on which things can be put or hung

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rack"
cash-back

money that a person can get in cash when buying something from a store with their debit card, which is then added to the bill they are paying

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cash-back"
register

a machine used in restaurants, stores, etc. in which the received money is kept and each transaction is recorded

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "register"
safe

a strong durable box that has a complex lock, in which people keep their valuable items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safe"
closed-circuit television

a system in which a number of cameras send their feed to television sets to protect a place and its occupants from crime

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "closed-circuit television"
to bargain

to negotiate the terms of a contract, sale, or similar arrangement for a better agreement, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bargain"
to barter

to exchange goods or services without using money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to barter"
to browse

to casually look at different products in a store with no intention of making a purchase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to browse"
to comparison-shop

to visit different stores to compare the price of a particular product or products before buying

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to comparison-shop"
to retail

to sell small quantities of goods directly to customers

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retail"
to wholesale

to sell products in large quantities at lower prices to other stores, rather than to the public directly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wholesale"
to sell out

(of an event) to completely sell all available tickets, seats, leaving none remaining for further purchase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sell out"
chain store

one of a series of stores that are all owned by the same company or person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chain store"
convenience store

a store that sells food, publications, alcohol, etc., often open 24 hours every day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convenience store"
deli

a store that sells cheese, cooked meat, and foreign food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deli"
kiosk

a small store with an open front selling newspapers, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kiosk"
outlet

a store or organization where the products of a particular company are sold at a lower price

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outlet"
florist

a store that sells flowers and plants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "florist"
grocer

someone who sells food and other everyday products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grocer"
stationer

someone who sells writing materials, such as pens, pencils, paper, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stationer"
consumerism

the idea or belief that personal well-being and happiness depend on the purchase of material goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumerism"
shopaholic

someone who spends a lot of time shopping, often buying unnecessary things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopaholic"
duty-free

(of goods) able to be imported without paying tax on them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duty-free"
transaction

the general process of purchasing or selling something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transaction"
on sale

available for purchase

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on sale"
pre-order

an order placed before the product is available for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pre-order"
promotion

the activity of drawing public attention to a service or product in order to help it sell more

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "promotion"
voucher

a digital code or a printed piece of paper that can be used instead of money when making a purchase or used to receive a discount

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voucher"
half-price

reduced to half the previous price of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "half-price"
foot traffic

the number of visitors or tourists to a shop or place during a specific period

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foot traffic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek