pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Επίθετα

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά επίθετα, όπως "διπλό", "διακριτικό", "γενικό" κ.λπ. προετοιμασμένα για μαθητές C1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
distinctive

possessing a quality that is noticeable and different

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distinctive"
dual

having or consisting of two aspects, parts, functions, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dual"
exceptional

noticeably surpassing the average in size, quality, ability, etc. in a positive manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exceptional"
excess

much more than the desirable or required amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excess"
exclusive

limited or available to only a specific group, individual, or category

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exclusive"
explicit

expressed very clearly, leaving no doubt or confusion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "explicit"
generic

relating to or suitable for a whole group or class of things rather than a specific one

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generic"
inadequate

not having the required amount or quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inadequate"
inherent

inseparable essential part or quality of someone or something that is in their nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inherent"
insufficient

not enough in degree or amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insufficient"
integral

considered a necessary and important part of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "integral"
intermediate

being between two levels, points, stages, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intermediate"
lesser

not as great or important as something or someone else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lesser"
magical

related to or practicing magic

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magical"
magnetic

(physics) possessing the attribute of attracting metal objects such as iron or steel

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magnetic"
mere

used to emphasize that something is nothing more than what is explicitly stated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mere"
peculiar

not considered usual or normal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peculiar"
respective

related or belonging separately to each of the things or people mentioned

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "respective"
scattered

happening at irregular intervals or spread far apart over various locations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scattered"
selective

(of a person) careful in choosing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "selective"
serial

occurring regularly one after another

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "serial"
sheer

emphasizing the intensity or pureness of a particular quality or emotion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sheer"
sole

existing without any others of the same type

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sole"
specialized

made or designed for a specific function

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specialized"
stark

completely bare or extreme, without any embellishment or disguise

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stark"
comparable

having similarities that justify making a comparison

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comparable"
corresponding

connected with or similar to something that has just been stated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corresponding"
supreme

having the highest position or rank

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supreme"
terminal

(of an illness) having no cure and gradually leading to death

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terminal"
timely

in a manner that is well-timed

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "timely"
tremendous

exceptionally grand in physical dimensions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tremendous"
troubled

(of a person) feeling anxious or worried

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "troubled"
underlying

important but not very obvious or noticeable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underlying"
unprecedented

never having existed or happened before

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unprecedented"
upcoming

about to come to pass

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upcoming"
vague

not clear or specific, lacking in detail or precision

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vague"
varied

including or consisting of many different types

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "varied"
vulnerable

easily hurt, often due to weakness or lack of protection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vulnerable"
worthwhile

deserving of time, effort, or attention due to inherent value or benefits

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worthwhile"
topnotch

having the highest standard or quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "topnotch"
decadent

having or showing a luxurious and indulgent lifestyle, often considered excessive or morally questionable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decadent"
homely

comfortable and cozy in a way that gives a sense of being at home

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homely"
versatile

(of a person) capable of effectively and skillfully performing a wide range of tasks or activities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "versatile"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek