pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Ταυτότητα και Κοινωνία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με την ταυτότητα και την κοινωνία, όπως «αριστοκράτης», «ευγενής», «ανθρωπιστικός» κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές του Γ1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
anthropology

the study of the origins and developments of the human race and its societies and cultures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anthropology"
aristocrat

someone who is a member of the aristocracy, which is the highest social rank

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aristocrat"
baron

a man of the lowest rank in the British nobility

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baron"
earl

a British man of high social rank

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "earl"
noble

a person of the highest social rank

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noble"
peer

a person of the same age, social status, or capability as another specified individual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peer"
belonging

the feeling of being happy or comfortable in a specific situation or group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "belonging"
citizenship

the legal status of being a member of a certain country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "citizenship"
alien

different from what one is familiar with or accustomed to, often suggesting a sense of strangeness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alien"
civic

relating to the activities or duties of individuals concerning their town, city, or local area

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civic"
humanitarian

involved in or related to helping people who are in need to improve their living conditions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "humanitarian"
sexuality

the qualities and activities that are related to sex

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sexuality"
feminist

supporting the principles of feminism, which aim to achieve equality between the sexes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feminist"
feminine

related to qualities, characteristics, or behaviors typically associated with women

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feminine"
gender-neutral

not exclusive to any particular gender and suitable for people of all gender identities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gender-neutral"
masculine

related to qualities, characteristics, or behaviors typically associated with men

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "masculine"
LGBTQ

lesbian, gay, bisexual, transgender, and queer or questioning

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "LGBTQ"
bisexual

someone who is sexually drawn to people of more than one gender

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bisexual"
heterosexual

someone who is sexually drawn to people of the opposite sex, rather than their own sex

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heterosexual"
homosexual

someone who is sexually drawn to people of their own sex

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homosexual"
gay

someone, especially a man, who is sexually drawn to people of their own sex

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gay"
lesbian

a woman who is sexually drawn to other women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lesbian"
straight

someone who is sexually drawn to people of the opposite sex

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straight"
transgender

describing or relating to someone whose gender identity does not correspond with their birth sex

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transgender"
demographic

the statistical characteristics of a population, such as age, gender, and ethnicity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demographic"
ethnicity

the state of belonging to a certain ethnic group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ethnicity"
to rebel

to oppose a ruler or government

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rebel"
to integrate

to be accepted and become a part of a social group or society

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to integrate"
segregation

the policy of separating a group of people from the rest based on racial, sexual, or religious grounds and discriminating against them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "segregation"
sociological

related to the scientific study of society's structures, institutions, and the interactions among individuals within social groups

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sociological"
multicultural

relating to or involving several different cultures

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multicultural"
superior

higher in status or rank in comparison with someone or something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superior"
senior citizen

an old person, especially someone who is retired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senior citizen"
bourgeoisie

the society's middle class

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bourgeoisie"
petite bourgeoisie

the society's lower middle class

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petite bourgeoisie"
protocol

the accepted way of behavior in a community or group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protocol"
primitive

related or belonging to a society or way of life without modern industry, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primitive"
straight

(of a person) sexually attracted only to one's opposite sex

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straight"
hillbilly

someone who lives far from cities or towns and is considered stupid and uneducated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hillbilly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek