pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Τίτλοι εργασίας

Εδώ θα μάθετε μερικούς τίτλους εργασίας στα αγγλικά, όπως "aide", "psychiatrist", "curator" κ.λπ. προετοιμασμένοι για μαθητές C1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
administrator

someone whose job is managing and organizing the work of a company or institution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "administrator"
aide

someone whose job is giving assistance to an important person, particularly a politician

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aide"
chief technology officer

a person of senior rank in charge of a company's technological matters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chief technology officer"
curator

someone who is in charge of a museum, taking care of a collection, artwork, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curator"
promoter

someone who is in the business of organizing or sponsoring a sporting event or artistic production

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "promoter"
fire chief

the person who is in charge of a fire department

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fire chief"
full professor

a professor who has the highest rank in a university

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "full professor"
optometrist

a professional whose job is examining people's eyes and telling them what type of glasses they should wear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optometrist"
physiotherapist

a professional whose job is treating physical disorders concerned with movements of limbs by giving massages, exercises, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physiotherapist"
practitioner

someone who is involved in a profession, particularly medicine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practitioner"
psychiatrist

a medical doctor who specializes in the treatment of mental illnesses or behavioral disorders

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psychiatrist"
au pair

a young individual, often a woman, who lives abroad with a family to learn the language, and helps in the house and takes care of children for some money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "au pair"
beautician

someone who gives beauty treatments to people as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beautician"
chauffeur

someone who is employed to drive someone else's car for them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chauffeur"
civil servant

someone who works in the civil service

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civil servant"
decorator

someone whose job is to paint the inside walls of buildings and hang wallpaper

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decorator"
handyman

a man who is skilled in practical jobs in or outside the house, performing them either as an occupation or hobby

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handyman"
housekeeper

a person whose job is to do the cleaning and cooking in a house or hotel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "housekeeper"
jeweler

a person who buys, makes, repairs, or sells jewelry and watches

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jeweler"
laborer

someone whose job includes heavy physical work that does not require much skill

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laborer"
lifeguard

someone who is employed at a beach or swimming pool to keep watch and save swimmers from drowning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lifeguard"
maid

a female servant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maid"
merchant

someone who buys and sells goods wholesale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "merchant"
nanny

a woman whose job is to take care of a child in its own home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nanny"
porter

someone whose job is carrying people's baggage, particularly at airports, hotels, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "porter"
ranger

someone whose job is to take care of a forest, park, or an area of countryside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ranger"
tradesman

someone who sells goods, particularly in a store

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tradesman"
trustee

a person or group of people who control the property or money that belongs to another person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trustee"
chief financial officer

a person of the highest authority over a company's financial matters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chief financial officer"
monitor

someone, particularly one with official permission, who carefully checks an activity or process to make sure it is being conducted in a fair or correct way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monitor"
salesclerk

someone who serves customers in a store

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salesclerk"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek