pattern

Περιγραφή Ανθρώπων - Φυσική Εμφάνιση & Στυλ

Ανακαλύψτε πώς τα αγγλικά ιδιώματα όπως "turn heads" και "wild and woolly" σχετίζονται με τη φυσική εμφάνιση και το στυλ στα αγγλικά.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English idioms used to Describe People
to have (got) it going on

to have a sexually attractive appearance

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] (got|) it going on"
the belle of the ball

the most attractive or popular woman at a party, dance, or any other social event

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the [belle] of the ball"
to look (like) a million dollars

to look very attractive, well-dressed, and stylish, as if one had spent a lot of money on their appearance

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [look|feel] (like|) a million dollars"
to turn heads

to attract a lot of interest or attention because of how great someone or something looks

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [turn] heads"
(as) brown as a berry

used to describe someone who has tanned skin, due to prolonged exposure to the sunlight

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(as|) brown as a berry"
a hair out of place

an appearance that is not perfectly organized, neat, and tidy

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "a hair out of place"
crowning glory

used to refer to someone's hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crowning glory"
carrot top

a person whose hair has a color between red and brown

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carrot top"
bad hair day

a day on which one feels unattractive, particularly due to one's hair not looking as well as it should

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bad hair day"
to let oneself go

to stop caring for one's physical or mental health

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [let] {oneself} go"
wild and woolly

(of appearance) looking untidy, rough, or disorganized

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wild and woolly"
to look like something the cat bring in

to look very disorganized and untidy

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [look|feel] like something the cat [bring|drag] in"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek