pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B1 - Ειδικές περιπτώσεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για ειδικές περιστάσεις, όπως «γιορτή», «οικοδεσπότης», «δέσμευση» κ.λπ. που προετοιμάζονται για μαθητές Β1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B1 Vocabulary
birth

the event or process of a baby being born

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "birth"
graduation

a ceremony during which students receive their degrees

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graduation"
engagement

an agreement between two people to get married or the duration of this agreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engagement"
Father's Day

the day on which fathers are appreciated and often receive gifts from their children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Father's Day"
New Year's Day

the day that comes first in the calendar year and is a public holiday in most countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "New Year's Day"
Mother's Day

the day on which mothers are appreciated and often receive gifts from their children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Mother's Day"
valentine's day

a day on which two people celebrate their love toward each other and often buy gifts for one another

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "valentine's day"
Halloween

October 31st, a holiday where people dress in costumes, carve pumpkins, and children go door-to-door asking for candy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Halloween"
event

something special, important, and known that takes place at a particular time or place such as a festival or Valentin's Day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "event"
occasion

an official or special ceremony or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "occasion"
gathering

a meeting, especially one with a particular purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gathering"
to throw

to hold or organize an event such as a party

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to throw"
celebration

a gathering or event where people come together to honor someone or something, often with food, music, and dancing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "celebration"
to entertain

to amuse someone so that they have an enjoyable time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to entertain"
banner

a long piece of cloth with a design or message, which is hung in public places, typically used to represent something at events

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "banner"
to blow out

to put out a flame, candle, etc. using the air in one's lungs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blow out"
candle

a block or stick of wax with a string inside that can be lit to produce light

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "candle"
present

something given to someone as a sign of appreciation or on a special occasion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "present"
to wrap

to cover an object in paper, soft fabric, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wrap"
to gather

to come together in a place, typically for a specific purpose or activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gather"
to participate

to join in an event, activity, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to participate"
to take part

to participate in something, such as an event or activity

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] part"
to host

to be the organizer of an event such as a meeting, party, etc. to which people are invited

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to host"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek