pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B1 - Δίκαιο και Πολιτική

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για το δίκαιο και την πολιτική, όπως «σύνορα», «συμβούλιο», «εκλογή» κ.λπ. που προετοιμάζονται για μαθητές Β1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B1 Vocabulary
politics

a set of ideas and activities involved in governing a country, state, or city

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "politics"
candidate

someone who is competing in an election or for a job position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "candidate"
border

a line that separates two countries, provinces, or states from each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "border"
congress

(in some countries) the group of people who have been elected to make laws, which in the US it consists of the House of Representatives and the Senate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congress"
council

a group of elected people who govern a city, town, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "council"
county

(in the US) one of the areas into which a state is divided and has a local government of its own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "county"
court

the place in which legal proceedings are conducted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "court"
diplomacy

the job, skill, or act of managing the relationships between different countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diplomacy"
election

the process in which people choose a person or group of people for a position, particularly a political one, through voting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "election"
to elect

to choose a person for a specific job, particularly a political one, by voting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to elect"
embassy

a group of people who officially represent their government in another country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embassy"
government

the group of politicians in control of a country or state

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "government"
local government

the government of a city or town and not of a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "local government"
governor

someone who is in charge of a region or town

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "governor"
law

a country's rules that all of its citizens are required to obey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "law"
mayor

someone who is elected to be the head of a town or city

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mayor"
parliament

the group of elected representatives whose responsibility is to create, amend, and discuss laws or address political matters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parliament"
party

an official political group with shared beliefs, goals, and policies aiming to be a part of or form a government

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "party"
political

related to or involving the governance of a country or territory

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "political"
president

the leader of a country that has no king or queen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "president"
public

a society's ordinary people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "public"
punishment

the act of making someone suffer because they have done something illegal or wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punishment"
right

a thing that someone is legally, officially, or morally allowed to do or have

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "right"
to arrest

(of law enforcement agencies) to take a person away because they believe that they have done something illegal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrest"
to ban

to officially forbid a particular action, item, or practice

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ban"
state

one of the political areas with limited law-making abilities that together form a federal country, like those of Germany or the US

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "state"
to commit

to do a particular thing that is unlawful or wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commit"
to escape

to get away from captivity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to escape"
to investigate

to try to find the truth about a crime, accident, etc. by carefully examining its facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to investigate"
to murder

to unlawfully and intentionally kill another human being

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to murder"
to punish

to cause someone suffering for breaking the law or having done something they should not have

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to punish"
to rule

to control and be in charge of a country

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rule"
thief

someone who steals something from a person or place without using violence or threats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thief"
to vote

to show which candidate one wants to win in an election or which plan one supports, by marking a piece of paper, raising one's hand, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vote"
conference

an official meeting where a group of people discuss a certain matter, which often continues for days

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conference"
statement

an official announcement regarding something specific

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "statement"
flag

a piece of cloth with a mark or pattern that stands for a country, organization, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flag"
blood money

an amount of money given by law to the close relatives of a murdered victim

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blood money"
to free

to release someone from captivity or arrest

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to free"
death penalty

the punishment of killing a criminal, which is officially ordered by a court

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "death penalty"
criminal

related to or involving illegal activities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "criminal"
criminal

someone who does or is involved in an illegal activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "criminal"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek