pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 6

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
reproof

an act or expression of criticism and censure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reproof"
to reprove

to criticize someone for their actions or behavior, often implying a need for correction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reprove"
reprobate

an individual who lacks morality and principle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reprobate"
reputable

respected and trusted due to having a good reputation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reputable"
to exacerbate

to make a problem, bad situation, or negative feeling worse or more severe

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exacerbate"
to exaggerate

to describe something better, larger, worse, etc. than it truly is

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exaggerate"
to excavate

to uncover or expose by digging, especially to reveal buried artifacts, structures, or remains

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to excavate"
to unearth

to dig the ground and discover something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unearth"
exclusion

the act of intentionally keeping someone or something out of a particular group or activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exclusion"
excursion

a short trip taken for pleasure, particularly one arranged for a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excursion"
excretion

the bodily process of discharging waste matter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excretion"
to discard

to get rid of something that is no longer needed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discard"
to discern

to distinguish between things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discern"
discernible

capable of being seen or observed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discernible"
discerning

displaying good judgment in different things, especially about their quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discerning"
to attenuate

to gradually decrease in strength, value, or intensity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attenuate"
to attest

to confirm or prove something true, often by providing evidence or testimony

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attest"
rein

a strap or rope attached to a bridle, used by a rider to control a horse

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rein"
to reinstate

to restore someone or something to a previous state or position, especially after a temporary suspension or removal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reinstate"
attache case

a shallow and rectangular briefcase

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attache case"
to reiterate

to repeat or emphasize something again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reiterate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek