pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 14

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
pathos

a quality that evokes deep emotions, particularly feelings of pity, sorrow, or empathy

πάθος, παθητικότητα

πάθος, παθητικότητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathos"
pathology

a branch of medical science primarily focusing on the study of the causes and effects of disease or injury

παθολογία, παθολογικές επιστήμες

παθολογία, παθολογικές επιστήμες

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathology"
stripling

a young man who has not grown up enough to be considered an adult

παίδας, νέος

παίδας, νέος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stripling"
stringent

(of a law, regulation, rule, etc.) extremely limiting and strict

αυστηρός, σφιχτός

αυστηρός, σφιχτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stringent"
stricture

a severe criticism of something or someone

αυστηρή κριτική, σφοδρή επικρίση

αυστηρή κριτική, σφοδρή επικρίση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stricture"
dishonest

not truthful or trustworthy, often engaging in immoral behavior

ανέντιμος, ψευματίας

ανέντιμος, ψευματίας

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dishonest"
discrete

individually separate and easily identifiable

διακριτός, χωριστός

διακριτός, χωριστός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discrete"
discretion

the power or freedom of making decisions in a particular situation

διακριτικότητα, παραχώρηση

διακριτικότητα, παραχώρηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discretion"
to discriminate

to identify or perceive differences between two or more things, people, or ideas

διακρίνω, ξεχωρίζω

διακρίνω, ξεχωρίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discriminate"
to disdain

to think of someone as unworthy of respect and attention

καταφρονώ, περιφρονώ

καταφρονώ, περιφρονώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disdain"
disheveled

having an untidy appearance

ατιμέλητος, αναστατωμένος

ατιμέλητος, αναστατωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disheveled"
to disrobe

to remove one's clothing

αφαίρω ρούχα, γυμνώνω

αφαίρω ρούχα, γυμνώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disrobe"
to excruciate

to torture someone physically

οδύνη (odyni), βασανίζω (vasanizo)

οδύνη (odyni), βασανίζω (vasanizo)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to excruciate"
excusable

able to be forgiven

δικαιολογητός, αποδεκτός

δικαιολογητός, αποδεκτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excusable"
exegesis

an interpretation and thorough explanation of a piece of writing, particularly a religious one

ἐξηγέσις, ἑρμηνεία

ἐξηγέσις, ἑρμηνεία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exegesis"
executor

an institution or person assigned to make sure all the contents of a will are carried out

εκτελεστής, διαχειριστής διαθήκης

εκτελεστής, διαχειριστής διαθήκης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "executor"
humane

showing compassion, kindness, and consideration towards others

ανθρωπιστικός, καλόψυχος

ανθρωπιστικός, καλόψυχος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "humane"
humanitarian

involved in or related to helping people who are in need to improve their living conditions

ανθρωπιστικός, ανθρωπιστικός οργανωτικός

ανθρωπιστικός, ανθρωπιστικός οργανωτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "humanitarian"
to humanize

to make more civilized and suitable for people

εξανθρωπίζω, πολιτισμώ

εξανθρωπίζω, πολιτισμώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to humanize"
deshabille

the state of being clothed only partly or carelessly

ενδυματολογική αμέλεια, ημιτελής ενδυμασία

ενδυματολογική αμέλεια, ημιτελής ενδυμασία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deshabille"
Δεξιότητες Λέξεων SAT 4
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek