pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 16

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
multifarious

containing numerous diverse parts or aspects

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multifarious"
multiform

occurring in or having many forms or shapes or appearances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multiform"
multiplicity

the property of being multiple

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multiplicity"
potable

suitable for drinking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potable"
potency

the power or right to give orders or make decisions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potency"
potent

indicating a strong and impactful effect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potent"
impotent

lacking power, effectiveness, or the ability to achieve a desired result

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impotent"
potentate

someone who rules over people and possesses absolute control and power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potentate"
potential

having the possibility to develop or be developed into something particular in the future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potential"
potion

a liquid mixture of ingredients that is believed to have magical or medicinal properties and is used for various purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potion"
atypical

irregular and uncommon in a group, type, or class

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atypical"
to atrophy

to gradually decline, typically due to lack of use, nourishment, or stimulation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to atrophy"
atheist

related to or characterized by or given to atheism

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atheist"
bon mot

a clever remark

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bon mot"
bona fide

not counterfeit or copied

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bona fide"
cycloid

resembling a circle

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cycloid"
cygnet

a newly-hatched swan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cygnet"
cynosure

something that strongly attracts attention and admiration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cynosure"
offhand

In a dismissive or indifferent manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offhand"
offshoot

a new development that grows out of an existing situation, concept, or organization, typically as a natural progression or consequence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offshoot"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek