pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 9

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
expediency

the quality of being suited to the end in view

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expediency"
expedient

serving to promote your interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expedient"
to expend

to consume or spend resources, energy, or time for a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expend"
inclement

used of persons or behavior; showing no clemency or mercy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inclement"
inclination

the act of inclining; bending forward

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inclination"
inclusive

including everything or everyone, without excluding any particular group or element

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inclusive"
myopia

(ophthalmology) eyesight abnormality resulting from the eye's faulty refractive ability; distant objects appear blurred

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "myopia"
myriad

a vast and varied quantity of things or people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "myriad"
punctilio

strict observance of formalities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punctilio"
punctilious

paying a lot of attention to the correctness of behavior or to detail

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punctilious"
pundit

someone who has been admitted to membership in a scholarly field

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pundit"
pungent

capable of causing injury or damage due to a sharp or pointed quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pungent"
punitive

intended to punish or discipline someone for wrongdoing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punitive"
to suffuse

to gradually fill something, typically with a quality or emotion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suffuse"
to suffice

to be enough or adequate for a particular purpose or requirement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suffice"
sufferance

patient endurance especially of pain or distress

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sufferance"
genteel

characterized by refined manners, elegance, and high social standing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genteel"
gentile

belonging to or characteristic of non-Jewish peoples

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gentile"
manumission

the formal act of freeing from slavery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manumission"
manufacturer

a company or person that makes or produces goods on a large scale using machinery, labor, and materials

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manufacturer"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek