pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 18

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
to expurgate

edit by omitting or modifying parts considered indelicate

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expurgate"
to expunge

to remove something, often by erasing or crossing it out

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expunge"
expulsion

the act of expelling or forcing someone to leave a particular place, especially a school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expulsion"
propaganda

information and statements that are mostly biased and false and are used to promote a political cause or leader

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "propaganda"
to propagate

to reproduce and produce offspring through natural methods

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to propagate"
propensity

a natural inclination to behave in a certain way or exhibit particular characteristics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "propensity"
propinquity

the property of being close together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "propinquity"
proportionate

being in due proportion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proportionate"
strait

a narrow passage of water connecting two larger bodies of water, often linking two seas or an inlet with a larger expanse of water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strait"
strait-laced

exaggeratedly proper

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strait-laced"
appalling

extremely bad, unpleasant, or unacceptable in a way that deeply affects or offends the senses, emotions, or moral sensibilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appalling"
to appease

to end or lessen a person's anger by giving in to their demands

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appease"
appellate

of or relating to or taking account of appeals (usually legal appeals)

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appellate"
to append

add to the very end

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to append"
apposite

having the quality of being appropriate or closely connected to the subject or situation at hand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apposite"
to appraise

to estimate or assess the value, quality, or performance of something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appraise"
apprentice

someone who works for a skilled person for a specific period of time to learn their skills, usually earning a low income

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apprentice"
appurtenance

a supplementary component that improves capability

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appurtenance"
to persuade

to make a person do something through reasoning or other methods

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to persuade"
persuadable

being susceptible to persuasion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "persuadable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek