pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 15

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
to protrude

extend out or project in space

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to protrude"
protrusion

the act of projecting out from something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protrusion"
protuberant

curving outward

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protuberant"
sol

the syllable naming the fifth (dominant) note of any musical scale in solmization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sol"
solace

the comfort you feel when consoled in times of disappointment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solace"
solder

an alloy (usually of lead and tin) used when melted to join two metal surfaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solder"
solecism

an act that is considered to be impolite or unacceptable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solecism"
to solicit

to request something, usually in a formal or persistent manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to solicit"
solstice

either of the two times of the year when the sun reaches its farthest or closest distance from the equator

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solstice"
disinterested

not being involved in a situation or benefiting from it, thus able to act fairly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disinterested"
to dislocate

to suddenly cause a bone to move out of its original place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dislocate"
disjunctive

serving or tending to divide or separate

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disjunctive"
to dislodge

to forcefully remove something that is stuck or fixed in a particular position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dislodge"
to dismount

to get off from a horse after riding

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dismount"
to exhale

to breathe air or smoke out through the mouth or nose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exhale"
exhaustive

complete with regard to every single detail or element

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exhaustive"
to improvise

to create and perform words of a play, music, etc. on impulse and without preparation, particularly because one is forced to do so

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to improvise"
improvident

lacking proper consideration and foresight, especially when it comes to savings and money

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "improvident"
musty

having a stale, moldy, or damp odor, often associated with a lack of freshness and proper ventilation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "musty"
to muster

to gather, assemble, or summon a group of people, especially for a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to muster"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek