pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 11

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
cession

the act of ceding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cession"
cessation

a process or fact of ceasing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cessation"
discursive

(of e.g. speech and writing) tending to depart from the main point or cover a wide range of subjects

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discursive"
discursiveness

the quality of being discursive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discursiveness"
ad hoc

for one specific case

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ad hoc"
ad infinitum

in a way that occurs continuously without a limit

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ad infinitum"
protege

a person who receives support and protection from an influential patron who furthers the protege's career

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protege"
protagonist

a person who backs a politician or a team etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protagonist"
sergeant

any of several noncommissioned officer ranks in the Army or Air Force or Marines ranking above a corporal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sergeant"
sergeant at arms

an officer (as of a legislature or court) who maintains order and executes commands

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sergeant at arms"
sergeant major

large blue-grey black-striped damselfish; nearly worldwide

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sergeant major"
to enlighten

to make something clear or understandable, often by providing new or relevant information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enlighten"
to enkindle

call forth (emotions, feelings, and responses)

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enkindle"
to enjoin

issue an injunction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enjoin"
to enlist

to join the armed forces

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enlist"
corroboration

solid proof or evidence that supports a theory or statement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corroboration"
to corroborate

to provide supporting evidence for a theory, statement, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to corroborate"
to disencumber

release from entanglement of difficulty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disencumber"
to disenfranchise

deprive of voting rights

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disenfranchise"
to disgruntle

put into a bad mood or into bad humour

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disgruntle"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek