pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 12

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
travail

hard or painful work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travail"
to traverse

to travel or move across or through in a specified direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to traverse"
travesty

a comedy characterized by broad satire and improbable situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travesty"
to distill

to heat a liquid and turn it into gas then cool it and make it liquid again in order to purify it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to distill"
distillate

a product resulting from heating a liquid until it changes to vapor and then allowing it to change back to liquid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distillate"
distillation

the changing process of a liquid to a gas and then cooling it which results in the forming of a purified liquid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distillation"
distiller

a company or a person that produces strong alcoholic drinks through a process in which a liquid is formed after cooling vapors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distiller"
to ascribe

to attribute a particular quality, cause, or origin to someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ascribe"
ascetic

a person who lives a strict life and avoids physical pleasures, particularly due to religious beliefs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ascetic"
to ascertain

to determine something with certainty by careful examination or investigation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ascertain"
imperative

having great importance and requiring immediate attention or action

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imperative"
imperial

related to the characteristics or actions of an empire or emperor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imperial"
impertinent

(of a person) rudely bold in speech or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impertinent"
imperturbable

consistently calm and composed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imperturbable"
to desiccate

to lose moisture and become dried up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to desiccate"
desiccant

a chemical substance used to dry something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desiccant"
to expatiate

to write or speak about a subject and include much detail

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expatiate"
to expatriate

to banish or force an individual to live in another country

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expatriate"
anthology

a collection of selected writings by various authors, often on a similar theme or subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anthology"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek