pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 5

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
sextet

six people considered as a unit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sextet"
sextuple

having six units or components

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sextuple"
precise

extremely accurate or specific

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precise"
to christen

to initiate someone into the Christian faith through a special ceremony, often involving the use of water

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to christen"
christendom

the collective body of Christians throughout the world and history (found predominantly in Europe and the Americas and Australia)

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "christendom"
to disabuse

to help a person rid themselves of their misconceptions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disabuse"
disaffection

a sense of discontent, particularly towards a governing system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disaffection"
to disagree

to lack harmony or compatibility with another element, idea, or action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disagree"
to disallow

to reject or forbid something officially

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disallow"
to disapprove

to have an unfavorable opinion or judgment about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disapprove"
to disarm

remove offensive capability from

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disarm"
disapprobation

an expression of strong disapproval; pronouncing as wrong or morally culpable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disapprobation"
to disarrange

disturb the arrangement of

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disarrange"
disarray

a mental state characterized by a lack of clear and orderly thought and behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disarray"
to disband

stop functioning or cohering as a unit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disband"
to disburden

take the burden off; remove the burden from

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disburden"
to disburse

to distribute money, funds, or resources, typically for various purposes or obligations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disburse"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek