pattern

Βιβλίο Total English - Ενδιάμεσο - Ενότητα 4 - Λεξιλόγιο

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από την Ενότητα 4 - Λεξιλόγιο στο βιβλίο μαθημάτων Total English Intermediate, όπως "bill", "reduction", "lend" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Intermediate
debit card

a small plastic card we use to pay for what we buy with the money taken directly from our bank account

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debit card"
credit card

a plastic card, usually given to us by a bank, that we use to pay for goods and services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credit card"
receipt

a written or printed document that shows the payment for a set of goods or services has been made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receipt"
bill

a piece of printed paper that shows the amount of money a person has to pay for goods or services received

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bill"
coin

a piece of metal, typically round and flat, used as money, issued by governments

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coin"
note

paper money issued by a government or financial institution that is used to buy goods and services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "note"
fare

the amount of money we pay to travel with a bus, taxi, plane, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fare"
fine

an amount of money that must be paid as a legal punishment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fine"
price

the amount of money required for buying something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "price"
fee

the money that is paid to a professional or an organization for their services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fee"
reduction

a decline in amount, degree, etc. of a particular thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reduction"
refund

an amount of money that is paid back because of returning goods to a store or one is not satisfied with the goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refund"
to lose

to be deprived of or stop having someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lose"
to miss

to fail to catch a bus, airplane, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to miss"
lost

unable to be located or recovered and is no longer in its expected place

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lost"
missed

not perceived, noticed, or apprehended, often due to a lack of attention, awareness, or understanding

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "missed"
travel

the act of going to a different place, usually a place that is far

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travel"
trip

a journey that you take for fun or a particular reason, generally for a short amount of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trip"
fun

providing entertainment or amusement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fun"
funny

able to make people laugh

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "funny"
to say

to use words and our voice to show what we are thinking or feeling

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to say"
to tell

to use words and give someone information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tell"
work

something that we do regularly to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "work"
job

the work that we do regularly to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "job"
to lend

to give someone something, like money, expecting them to give it back after a while

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lend"
to borrow

to use or take something belonging to someone else, with the idea of returning it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to borrow"
to remember

to bring a type of information from the past to our mind again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remember"
to remind

to make a person remember an obligation, task, etc. so that they do not forget to do it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remind"
to rob

to take something from an organization, place, etc. without their consent, or with force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rob"
to steal

to take something from someone or somewhere without permission or paying for it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to steal"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek