pattern

Βιβλίο Total English - Ενδιάμεσο - Ενότητα 2 - Λεξιλόγιο

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από την Ενότητα 2 - Λεξιλόγιο στο βιβλίο μαθημάτων Total English Intermediate, όπως "κέρδος", "ανάπτυξη", "πρόβλημα" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Intermediate
discovery

the act of finding something for the first time and before others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discovery"
profit

the sum of money that is gained after all expenses and taxes are paid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profit"
movement

a group of people with a common political, social, or artistic goal who work together to achieve it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "movement"
match

a competition in which two players or teams compete against one another such as soccer, boxing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "match"
to commit

to do a particular thing that is unlawful or wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commit"
crime

an unlawful act that is punishable by the legal system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crime"
suicide

the act of intentionally taking one's own life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suicide"
to develop

to change and become stronger or more advanced

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to develop"
plastic surgery

a medical operation performed on a part of the body in order to improve its appearance or repair skin injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plastic surgery"
to perform

to give a performance of something such as a play or a piece of music for entertainment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perform"
play

a written story that is meant to be performed on a stage, radio, or television

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "play"
to cause

to make something happen, usually something bad

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cause"
trouble

a difficult or problematic situation that can cause stress, anxiety or harm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trouble"
accident

a situation where vehicles hit each other or a person is hit by a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accident"
price

the amount of money required for buying something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "price"
record

the best performance or result, or the highest or lowest level that has ever been reached, especially in sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "record"
to break up

to end a relationship, typically a romantic or sexual one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break up"
section

each of the parts into which a place or object is divided

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "section"
art

the use of creativity and imagination to express emotions and ideas by making things like paintings, sculptures, music, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "art"
business

the activity of providing services or products in exchange for money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business"
current affairs

important social or political events that are happening and are covered in the news

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "current affairs"
news

reports on recent events that are broadcast or published

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "news"
gossip

informal or idle talk about others, especially their personal lives, typically involving details that may not be confirmed or verified

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gossip"
science

knowledge about the structure and behavior of the natural and physical world, especially based on testing and proving facts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "science"
sport

a physical activity or competitive game with specific rules that people do for fun or as a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sport"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek