pattern

Βιβλίο Total English - Ενδιάμεσο - Ενότητα 4 - Αναφορά - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - Αναφορά - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Intermediate, όπως "tolerant", "bargain", "fare" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Intermediate
tolerant

showing respect to what other people say or do even when one disagrees with them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tolerant"
to afford

to be able to pay the cost of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to afford"
bargain

an item bought at a much lower price than usual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bargain"
cash

money in bills or coins, rather than checks, credit, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cash"
ticket

a piece of paper or card that shows you can do or get something, like ride on a bus or attend an event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ticket"
cheap

having a low price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cheap"
checkout

a place in a supermarket where people pay for the goods they buy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "checkout"
credit card

a plastic card, usually given to us by a bank, that we use to pay for goods and services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credit card"
expensive

having a high price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensive"
impulse

a sudden strong urge or desire to do something, often without thinking or planning beforehand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impulse"
price

the amount of money required for buying something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "price"
comparison

the process of examining the similarities and differences between two or more things or people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comparison"
website

a group of related data on the Internet with the same domain name published by a specific individual, organization, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "website"
to purchase

to get goods or services in exchange for money or other forms of payment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to purchase"
receipt

a written or printed document that shows the payment for a set of goods or services has been made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receipt"
reduced

lower than usual or expected in amount or quantity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reduced"
refund

an amount of money that is paid back because of returning goods to a store or one is not satisfied with the goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refund"
to save

to keep money to spend later

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to save"
to spend

to use money as a payment for services, goods, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend"
to shop around

to compare the prices or quality of goods or services from different suppliers or stores before making a purchase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shop around"
sale

the act of selling something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sale"
coin

a piece of metal, typically round and flat, used as money, issued by governments

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coin"
note

paper money issued by a government or financial institution that is used to buy goods and services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "note"
fare

the amount of money we pay to travel with a bus, taxi, plane, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fare"
fine

an amount of money that must be paid as a legal punishment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fine"
fun

providing entertainment or amusement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fun"
funny

able to make people laugh

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "funny"
to lend

to give someone something, like money, expecting them to give it back after a while

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lend"
to borrow

to use or take something belonging to someone else, with the idea of returning it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to borrow"
to miss

to fail to catch a bus, airplane, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to miss"
to lose

to be deprived of or stop having someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lose"
bill

a piece of printed paper that shows the amount of money a person has to pay for goods or services received

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bill"
change

the money that is returned to us when we have paid more than the actual cost of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "change"
to remember

to bring a type of information from the past to our mind again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remember"
to remind

to make a person remember an obligation, task, etc. so that they do not forget to do it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remind"
to rob

to take something from an organization, place, etc. without their consent, or with force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rob"
to steal

to take something from someone or somewhere without permission or paying for it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to steal"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek