pattern

Βιβλίο Total English - Ενδιάμεσο - Ενότητα 2 - Αναφορά - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - Αναφορά - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Intermediate, όπως "unrealistic", "strike", "commit" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Intermediate
nauseating

causing or capable of provoking a sensation of disgust or nausea

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nauseating"
nonsense

lacking in logic, coherence, meaning, or rationality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonsense"
unrealistic

not in any way accurate or true to life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unrealistic"
unwatchable

difficult, unpleasant, or unbearable to watch

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unwatchable"
art

the use of creativity and imagination to express emotions and ideas by making things like paintings, sculptures, music, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "art"
business

the activity of providing services or products in exchange for money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business"
section

each of the parts into which a place or object is divided

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "section"
current affairs

important social or political events that are happening and are covered in the news

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "current affairs"
gossip

informal or idle talk about others, especially their personal lives, typically involving details that may not be confirmed or verified

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gossip"
human interest

the aspect of a story in the media that the audience can relate to because it describes people's lived experiences, feelings, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "human interest"
sport

a physical activity or competitive game with specific rules that people do for fun or as a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sport"
strike

a collective action by workers who refuse to work until certain demands are met

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strike"
holiday

a period of time away from home or work, typically to relax, have fun, and do activities that one enjoys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "holiday"
discovery

the act of finding something for the first time and before others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discovery"
profit

the sum of money that is gained after all expenses and taxes are paid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profit"
fashion

the styles and trends of clothing, accessories, makeup, and other items that are popular in a certain time and place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashion"
to win

to become the most successful, the luckiest, or the best in a game, race, fight, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to win"
race

a competition between people, vehicles, animals, etc. to find out which one is the fastest and finishes first

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "race"
competition

an event or contest in which individuals or teams compete against each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competition"
to commit

to do a particular thing that is unlawful or wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commit"
crime

an unlawful act that is punishable by the legal system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crime"
suicide

the act of intentionally taking one's own life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suicide"
to develop

to change and become stronger or more advanced

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to develop"
duty

an obligatory task that must be done as one's job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duty"
plastic surgery

a medical operation performed on a part of the body in order to improve its appearance or repair skin injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plastic surgery"
to cause

to make something happen, usually something bad

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cause"
trouble

a difficult or problematic situation that can cause stress, anxiety or harm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trouble"
accident

a situation where vehicles hit each other or a person is hit by a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accident"
to perform

to give a performance of something such as a play or a piece of music for entertainment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perform"
play

a written story that is meant to be performed on a stage, radio, or television

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "play"
record

the best performance or result, or the highest or lowest level that has ever been reached, especially in sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "record"
promise

an assurance or declaration indicating the possible success or occurrence of something in the future

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "promise"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek