pattern

Βιβλίο Total English - Ενδιάμεσο - Ενότητα 1 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Intermediate, όπως "fluent", "encouraging", "selfish" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Intermediate
fluent

capable of using a language easily and properly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluent"
dependable

able to be relied on to do what is needed or asked of

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependable"
encouraging

giving someone hope, confidence, or support

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "encouraging"
generous

having a willingness to freely give or share something with others, without expecting anything in return

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generous"
jealous

feeling angry and unhappy because someone else has what we want

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jealous"
kind-hearted

having a compassionate and caring nature, showing kindness and generosity toward others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kind-hearted"
mean

(of a person) behaving in a way that is unkind or cruel

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mean"
pleasant

bringing enjoyment and happiness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pleasant"
to worry

to feel upset and nervous because we think about bad things that might happen to us or our problems

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to worry"
to spend on

to use money in exchange for the purchase of a specific item or the utilization of a particular service

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend on"
selfish

always putting one's interests first and not caring about the needs or rights of others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "selfish"
sulky

ill-tempered and in a bad mood, tending to sulk

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sulky"
upbeat

having a positive and cheerful attitude

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upbeat"
fearful

filled with fear or anxiety

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fearful"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek