pattern

Επίθετα Αφηρημένων Ανθρώπινων Ιδιοτήτων - Επίθετα αρνητικών διαπροσωπικών χαρακτηριστικών

Αυτά τα επίθετα περιγράφουν ανεπιθύμητες ιδιότητες ή συμπεριφορές που εμποδίζουν τις αλληλεπιδράσεις και τις σχέσεις, όπως «χειραγώγηση», «ασέβεια», «κακή» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Abstract Human Attributes
strict

(of a person) inflexible and demanding that rules are followed precisely

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strict"
violent

using or involving physical force that is intended to damage, harm, or kill

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "violent"
cruel

having a desire to physically or mentally harm someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cruel"
wicked

having done morally unjust or wrong actions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wicked"
villainous

behaving in an immoral or evil manner, often causing harm or distress to others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "villainous"
aggressive

behaving in an angry way and having a tendency to be violent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aggressive"
ruthless

showing no mercy or compassion towards others in pursuit of one's goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ruthless"
sadistic

finding pleasure, particularly sexual pleasure in hurting or humiliating others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sadistic"
mean

(of a person) behaving in a way that is unkind or cruel

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mean"
rude

(of persons) lacking in refinement or grace

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rude"
flip

displaying casual disrespect towards others or situations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flip"
docile

readily trainable, displaying a willingness to learn and follow instructions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "docile"
shameless

behaving boldly or in a morally questionable manner without feeling embarrassment or remorse

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shameless"
cocky

excessively confident and arrogant, often displaying a sense of superiority or entitlement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cocky"
needy

lacking confidence and needing to be emotionally supported a lot

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "needy"
sneaky

behaving in a secretive or underhanded manner, often with the intention of deceiving others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sneaky"
fussy

excessively concerned with minor details and having particular preferences, often being difficult to please

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fussy"
moody

experiencing frequent changes in mood, often without apparent reason or explanation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moody"
finicky

overly particular about small details, making one challenging to please

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finicky"
insensitive

not caring about other people's feelings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insensitive"
judgmental

tending to criticize or form negative opinions about others without considering their perspective or circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judgmental"
antisocial

lacking interest or concern for others and avoiding social interactions or activities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antisocial"
inhospitable

unwelcoming or unfriendly towards others, making others feel uncomfortable in their presence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inhospitable"
unreliable

not able to be depended on or trusted to perform consistently or fulfill obligations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unreliable"
selfish

always putting one's interests first and not caring about the needs or rights of others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "selfish"
barbaric

behaving in a cruel or uncivilized manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barbaric"
atrocious

intensely cruel or violent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atrocious"
temperamental

experiencing frequent changes in mood or behavior, often in an unpredictable or inconsistent manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temperamental"
ungrateful

not appreciating or acknowledging kindness, often taking things for granted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ungrateful"
unreceptive

not open or responsive to new ideas, suggestions, or experiences

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unreceptive"
self-centered

(of a person) not caring about the needs and feelings of no one but one's own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-centered"
hostile

unfriendly or aggressive toward others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hostile"
entitled

believing that one deserves special privileges or treatment without necessarily earning or deserving them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entitled"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek