pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - Ανθρώπινο σώμα

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Human Body που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
organ

any vital part of the body which has a particular function

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "organ"
genitals

the external sex organs of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genitals"
limb

an arm or a leg of a person or any four-legged animal, or a wing of any bird

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "limb"
nervous system

the network of neurons and fibers that interpret stimuli and transmit impulses from the body to the brain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervous system"
immune system

a protective system in the body that defends it against diseases and harmful substances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immune system"
digestive system

the group of organs inside the body that absorb the food and pass the waste

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "digestive system"
respiratory system

a biological system that facilitates the exchange of oxygen and carbon dioxide, primarily through the lungs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "respiratory system"
reproductive system

the biological system in organisms that enables the production of offspring through sexual reproduction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reproductive system"
musculoskeletal system

the complex network of bones, muscles, and connective tissues supporting the body's structure and enabling movement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "musculoskeletal system"
gland

an organ in the body that produces certain chemical substances to be used in the body or to be discharged into the surroundings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gland"
cardiovascular system

a complex network of the heart, blood, and blood vessels that transports oxygen, nutrients, and hormones to cells throughout the body and removes waste products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cardiovascular system"
torso

the upper part of the human body, excluding the arms and the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "torso"
dorsum

the upper or posterior surface of a body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dorsum"
abdomen

the lower part of the body below the chest that contains the digestive and reproductive organs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abdomen"
physique

the individual's bodily structure, including muscle development, body composition, and overall physical form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physique"
figure

the shape of a person's body, particularly a woman, when it is considered appealing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "figure"
sweat

the body's way of cooling down with a salty liquid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweat"
calorie

the unit used to measure the amount of energy that a food produces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calorie"
mass

the amount of matter in an individual, often used to describe the overall weight or size of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mass"
bloodstream

the blood that circulates through the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bloodstream"
endurance

the capacity to withstand difficult or unpleasant circumstances without giving up

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endurance"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek