pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - Pollution

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Pollution που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
smog

a combination of smoke and fog that is considered a form of air pollution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smog"
emission

the act of producing or releasing something, especially gas or radiation, into the atmosphere or environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emission"
contaminant

a substance or agent that makes something impure or harmful by contact or mixture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contaminant"
toxin

a poisonous substance, especially one produced by living organisms, that can cause harm or illness when introduced into a living organism

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toxin"
filth

any substance that is dirty, disgusting, or unpleasant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "filth"
greenhouse gas

any type of gas, particularly carbon dioxide, that contributes to global warming by trapping heat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greenhouse gas"
methane

a colorless, odorless, flammable which is the main component of natural gasgas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "methane"
litter

waste such as bottles, papers, etc. that people throw on a sidewalk, park, or other public place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "litter"
dump

a place where unwanted waste or garbage is disposed of

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dump"
oil spill

the accidental release of liquid petroleum hydrocarbons into the environment, typically in bodies of water, causing environmental damage and harm to wildlife

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oil spill"
sulfur dioxide

a colorless gas emitted from burning sulfur-containing fuels, industrial activities, and volcanic eruptions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sulfur dioxide"
acid rain

rain containing a great deal of acidic chemicals, caused by air pollution, which can harm the environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acid rain"
contamination

the act or process of making a substance or place dirty or polluted, especially by dangerous substances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contamination"
chemical

a substance or compound produced or used in a process involving chemistry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chemical"
dioxin

a harmful chemical compound containing chlorine, often produced as an industrial byproduct with adverse environmental and health effects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dioxin"
landfill

a piece of land under which waste material is buried

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landfill"
fume

smoke or gas that has a sharp smell or is harmful if inhaled

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fume"
bottle bank

a collection point or recycling container specifically designed for the deposit and recycling of glass bottles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bottle bank"
exhaust

the waste gases or air expelled from an engine, furnace, or other machinery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exhaust"
debris

the scattered pieces of waste, remains, or broken objects, often left after destruction or an accident

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debris"
pesticide

a type of chemical substance that is used for killing insects or small animals that damage food or crops

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pesticide"
herbicide

a chemical substance that kills plants, used for destroying plants that are not wanted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "herbicide"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek