pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - Φαγητό και ποτά

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα τρόφιμα και τα ποτά που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
baking powder

a white powder that is used in baking products in order to make them rise and light

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baking powder"
sweetener

a substance used to add sweetness to food or beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweetener"
fat

a substance taken from animals or plants and then processed so that it can be used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fat"
preservative

a substance that is added to food, cosmetics, or other products to prevent or slow down their spoilage or deterioration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preservative"
poultry

meat of chickens, turkeys, and ducks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poultry"
legume

any type of plant whose pods contain seeds, such as peas and beans

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legume"
grain

the small seeds of wheat, corn, rice, and other such crops

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grain"
yeast

a type of fungus capable of converting sugar into alcohol and carbon dioxide, used in making alcoholic drinks and bread swell

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yeast"
additive

a substance that is added in small quantities to something else to improve or preserve its quality, appearance, or effectiveness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "additive"
cereal

food made from grain, eaten with milk particularly in the morning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cereal"
pastry

a baked good made from dough or batter, often sweetened or filled with ingredients like fruit, nuts, or chocolate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pastry"
pudding

a sweet creamy dish made with milk, sugar, and flour, served cold as a dessert

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pudding"
gluten

a mixture of proteins found in wheat and other cereal grains, responsible for the elastic texture of dough

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gluten"
protein

a substance found in food such as meat, eggs, seeds, etc. which is an essential part of the diet and keeps the body strong and healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protein"
carbohydrate

a substance that consists of hydrogen, oxygen, and carbon that provide heat and energy for the body, found in foods such as bread, pasta, fruits, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbohydrate"
fiber

a type of carbohydrate that cannot be broken down by the body and instead helps regulate bowel movements and maintain a healthy digestive system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiber"
mineral

a solid and natural substance that is not produced in the body of living beings but its intake is necessary to remain healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mineral"
side dish

an extra amount of food that is served with the main course, such as salad

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "side dish"
supper

a meal eaten in the evening, typically lighter than dinner and often the last meal of the day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supper"
bistro

a small restaurant that is not expensive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bistro"
low-fat

(of food or a diet) having a low or lower amount of fat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low-fat"
processed

(of food) altered in some way from its original state through various methods such as canning, freezing, or adding preservatives

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "processed"
fatty

(of food) having a high amount of fat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fatty"
savory

(of food) salty or spicy rather than sweet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "savory"
overcooked

(of food) having been left on heat for too long, resulting in a loss of moisture, flavor, and tenderness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overcooked"
undercooked

not cooked sufficiently, resulting in a raw or partially cooked state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undercooked"
stale

(of food, particularly cake and bread) not fresh anymore, due to exposure to air or prolonged storage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stale"
intolerant

describing a person who is unable to eat a particular food because it makes them ill

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intolerant"
fattening

(of food) likely to cause one to gain weight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fattening"
chunky

(of food) having large pieces

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chunky"
starchy

(of food) containing starch in large amounts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "starchy"
succulent

juicy and full of flavor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "succulent"
substantial

containing a significant amount of nourishment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "substantial"
crisp

juicy and firm in texture when describing a fruit or vegetable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crisp"
condiment

a type of seasoning or sauce that is used to add flavor to food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condiment"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek