pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - Αθλητικοί Αγώνες

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με αθλητικούς αγώνες που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
the Paralympics

a series of international contests in which people with physical disabilities take part in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the Paralympics"
ranking

the numerical position or order of teams and individuals based on their performance in a competition or over a period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ranking"
runner-up

a person or team finishing in second place in a competition or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "runner-up"
doping

the use of drugs by an athlete or racehorse in a competition in order to improve their performance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doping"
spectator

a person who watches sport competitions closely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spectator"
underdog

an individual, team, etc. who is regarded as weaker compared to others and has little chance of success as a result

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underdog"
tournament

a series of sporting games in which teams or players compete against different rivals in different rounds until only one remains and that is the winner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tournament"
qualifier

a preliminary event or competition determining which participants advance to the main event or competition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "qualifier"
umpire

an official who is in charge of a game and makes sure players obey the rules in sports such as tennis, baseball, and cricket

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "umpire"
podium

a structure used in sports competitions consisting of three adjacent platforms of different levels, on which winners stand to receive their awards

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "podium"
time out

a brief pause or interruption in an activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "time out"
penalty

(in games and sports) a disadvantage that a team or player is given for violating a rule

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penalty"
foul

an act in a sport that is against the rules and is not allowed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foul"
to knock out

to defeat someone or a group decisively in a competition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to knock out"
league

a group of sports clubs or players who compete against each other and are put together based on the points they have gained through the season

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "league"
to bench

to remove a player from active play, typically having them sit on the sidelines

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bench"
high-intensity interval training

a multi-layered exercise consisted of short periods of demanding physical activities with less intense recovery periods in between

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-intensity interval training"
dribble

an act of moving the ball along the ground with repeated slight touches or bounces, especially in soccer, hockey, and basketball

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dribble"
to tackle

to try to take the ball from the players of the other team, usually by forcing them down, in sports such as American football or rugby

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tackle"
coach

someone who trains a person or team in sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coach"
time trial

a race format where individuals or teams compete against the clock to achieve the fastest time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "time trial"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek