pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - Πιθανότητα

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Probability που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
inevitable

bound to happen in a way that is impossible to avoid or prevent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inevitable"
unavoidable

unable to be prevented or escaped

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unavoidable"
conceivable

capable of being imagined or believed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conceivable"
unimaginable

extremely difficult or impossible to conceive or visualize

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unimaginable"
plausible

seeming believable or reasonable enough to be considered true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plausible"
implausible

not seeming believable or reasonable enough to be considered true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "implausible"
realistic

concerned with or based on something that is practical and achievable in reality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "realistic"
unrealistic

not in any way accurate or true to life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unrealistic"
definite

certainly happening and unlikely to change

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definite"
guaranteed

assured or promised with certainty that something will happen or be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guaranteed"
feasible

having the potential of being done successfully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feasible"
hesitant

uncertain or reluctant to act or speak, often due to doubt or indecision

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hesitant"
debatable

unclear or uncertain because of the involvement of many different opinions or perspectives

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debatable"
inconclusive

not producing a clear result or decision

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inconclusive"
undeniable

clearly true and therefore impossible to deny or question

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undeniable"
tentative

not firmly established or decided, with the possibility of changes in the future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tentative"
unforeseen

not anticipated, predicted, or expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unforeseen"
presumable

capable of being reasonably assumed based on available information or evidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "presumable"
dubious

(of a person) unsure or hesitant about the credibility or goodness of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dubious"
remote

having a low probability or chance of happening

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remote"
categorical

without a doubt

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "categorical"
sure-fire

bound to succeed or happen as expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sure-fire"
halting

acting or talking with hesitation due to uncertainty or lack of confidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "halting"
conjectural

being primarily based on pure guess-work rather than definite knowledge

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conjectural"
assured

displaying confidence in oneself and one's capabilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assured"
indeterminate

not known, measured, or specified precisely

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indeterminate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek