pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 6-7) - Ταχύτητα

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Speed ​​που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις Academic IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (6-7)
hurried

done or moving at a fast pace with a sense of urgency or haste

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hurried"
hasty

done quickly or without careful consideration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hasty"
rapid-fire

happening one after the other

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rapid-fire"
agile

able to move quickly and easily

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agile"
swift

occurring or moving with great speed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swift"
accelerated

moving or progressing at a faster rate than usual

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accelerated"
speedful

characterized by swiftness and rapid movement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speedful"
rushed

done quickly without much time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rushed"
fleet

moving in a high speed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fleet"
flying

done quickly, rapidly, or briefly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flying"
sluggish

moving, responding, or functioning at a slow pace

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sluggish"
lagging

moving too slowly, hence falling behind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lagging"
unhurried

happening in a relaxed and unrushed manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhurried"
to decelerate

to slow down or reduce the speed of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decelerate"
to stall

to cease to make progress or move forward

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stall"
to whizz

to move rapidly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to whizz"
to quicken

to speed up or accelerate

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quicken"
to speed up

to become faster

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speed up"
to accelerate

to make a vehicle, machine or object move more quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accelerate"
to hasten

to accelerate one's movement with a sense of speed or urgency

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hasten"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek