pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 6-7) - Γλώσσα και Γραμματική

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη Γλώσσα και τη Γραμματική που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις Academic IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (6-7)
rhetoric

the study of the rules and different methods of using language in a way that is effective

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rhetoric"
suffix

(grammar) a letter or a set of letters that are added to the end of a word to alter its meaning and make a new word

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suffix"
prefix

(grammar) a letter or a set of letters that are added to the beginning of a word to alter its meaning and make a new word

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prefix"
homonym

each of two or more words with the same spelling or pronunciation that vary in meaning and origin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homonym"
jargon

words, phrases, and expressions used by a specific group or profession, which are incomprehensible to others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jargon"
colloquialism

a word or phrase that is not formal or literary and is used in everyday conversations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colloquialism"
polyglot

a person who can speak or understand multiple languages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polyglot"
acronym

an abbreviation formed from the initial letters of a group of words, which can be pronounced as a word

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acronym"
abbreviation

the shortened form of a word, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abbreviation"
bilingual

a person who can speak and understand two different languages with ease and fluency

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bilingual"
monolingual

a person who speaks or is fluent in only one language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monolingual"
multilingual

a person who speaks multiple languages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multilingual"
euphemism

a word or expression that is used instead of a harsh or insulting one in order to be more tactful and polite

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "euphemism"
alliteration

the use of the same letter or sound at the beginning of the words in a verse or sentence, used as a literary device

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alliteration"
eloquence

the ability to deliver a clear and strong message

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eloquence"
determiner

(grammar) a word coming before a noun or noun phrase to specify its denotation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "determiner"
sign language

a system used to communicate with deaf people that involves using hands and body gestures instead of words

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sign language"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek