pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 6-7) - Ενέργεια και Ισχύς

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την Ενέργεια και τη Δύναμη που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις Academic IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (6-7)
solar cell

a device that converts the energy of the sun into electricity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solar cell"
nuclear power

a type of energy generated by splitting atoms to release their stored energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nuclear power"
thermal power

the energy produced from heat sources, often used to generate electricity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thermal power"
hydroelectric turbine

device used to convert the kinetic energy of flowing water into mechanical energy, which is then used to generate electricity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hydroelectric turbine"
geothermal energy

a renewable source that harnesses heat from beneath the Earth's surface for electricity or heating

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "geothermal energy"
atomic energy

a clean and powerful energy that is obtained by splitting atoms, which then can be used to produce heat, electricity, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atomic energy"
power plant

a large building in which electricity is made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "power plant"
power station

a facility that generates electricity on a large scale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "power station"
hydropower

energy that is generated from the force of running water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hydropower"
generator

a machine that produces electricity by converting mechanical energy into electrical energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generator"
boiler

a closed vessel in which water is heated to create steam or hot water, used for heating buildings, producing electricity, or powering machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boiler"
reactor

a large machine or structure used for producing nuclear energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reactor"
inverter

a device that converts direct current (DC) into alternating current (AC)

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inverter"
crude

unrefined petroleum extracted from underground reservoirs before processing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crude"
dam

a huge wall built to keep water from entering an area or to contain and use it as a power source to produce electricity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dam"
fuel cell

a device that converts fuel directly into electricity through a chemical reaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fuel cell"
oil rig

a large facility used for drilling oil or gas from underground or under the sea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oil rig"
oil well

a drilled hole or structure used to extract petroleum (crude oil) or natural gas from underground reservoirs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oil well"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek