pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 6-7) - Δύναμη και επιρροή

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη Δύναμη και την Επιρροή που είναι απαραίτητες για την Ακαδημαϊκή εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (6-7)
robust

displaying forcefulness and determination

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robust"
determined

not changing one's decision to do something despite opposition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "determined"
dominating

having control, influence, or authority over others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dominating"
unstoppable

not capable of being effectively hindered or stopped

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unstoppable"
authoritative

commanding respect and trust due to expertise, credibility, or an official position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "authoritative"
adamant

showing firmness in one's opinions and refusing to be swayed or influenced

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adamant"
inefficient

not operating or functioning in the most effective or productive manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inefficient"
impotent

lacking power, effectiveness, or the ability to achieve a desired result

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impotent"
incapable

lacking the necessary ability or skill to perform a specific task or achieve a particular outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incapable"
ineffectual

failing to achieve a desired result

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ineffectual"
futile

unable to result in success or anything useful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "futile"
enfeebled

became physically or mentally weakened, often resulting in a loss of strength or vitality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enfeebled"
predominant

having significant power and influence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "predominant"
commanding

having a position of authority or power

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commanding"
vulnerable

easily hurt, often due to weakness or lack of protection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vulnerable"
compelling

persuasive in a way that captures attention or convinces effectively

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compelling"
formidable

commanding great respect or fear due to having exceptional strength, excellence, or capabilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "formidable"
wishy-washy

lacking decisiveness, firmness, and courage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wishy-washy"
toothless

lacking power, strength, or effectiveness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toothless"
tenacious

having a strong memory or ability to remember

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tenacious"
inoperative

not functioning or not in working order, indicating a lack of operation or effectiveness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inoperative"
to overtake

(of a feeling) to greatly and suddenly influence someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overtake"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek