pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 6-7) - Ταξίδια και τουρισμός

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα ταξίδια και τον τουρισμό που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις Academic IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (6-7)
charter

the renting of a plane, ship, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charter"
hostel

a place or building that provides cheap food and accommodations for visitors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hostel"
suite

a series of rooms, particularly in a hotel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suite"
gate

a part of an airport or terminal that passengers go through to get on or off a plane, train, or bus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gate"
safari

a journey, typically for observing and photographing wild animals in their natural habitat, especially in African countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safari"
excursion

a short trip taken for pleasure, particularly one arranged for a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excursion"
campground

an outdoor space with facilities for camping, such as tent or RV sites, and amenities like toilets and fire pits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "campground"
monument

a place or building that is historically important

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monument"
expedition

a trip that has been organized for a particular purpose such as a scientific or military one or for exploration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expedition"
voyage

a long journey taken on a ship or spacecraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voyage"
itinerary

a plan of the route and the places that one will visit on a journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "itinerary"
courier

a person employed by a travel agency to help and look after the tourists

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "courier"
rucksack

a bag designed for carrying on the back, usually used by those who go hiking or climbing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rucksack"
inn

a small hotel, especially located in the countryside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inn"
vacationer

a person who is on vacation or holiday, typically traveling away from home for leisure or relaxation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacationer"
to explore

to visit places one has never seen before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to explore"
to navigate

to travel across or on an area of water by a ship or boat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to navigate"
to depart

to leave a location, particularly to go on a trip or journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to depart"
to cruise

to go on vacation by a ship or boat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cruise"
to sail

to travel on water using the power of wind or an engine

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sail"
to camp

to make a temporary home or shelter, usually outdoors or in the wild

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to camp"
to backpack

to hike or travel carrying one's clothes, etc. in a backpack

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to backpack"
to lay over

to temporary stop or pause during a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lay over"
to hitchhike

to travel by getting free rides in passing vehicles, typically by standing at the side of the road and signaling drivers to stop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hitchhike"
to embark

to board a plane or ship

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to embark"
to disembark

(off passengers) to get off a plane, train, or ship once it has reached its destination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disembark"
to traverse

to travel or move across or through in a specified direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to traverse"
to compass

to travel or navigate around something in a circular course

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compass"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek