pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 6-7) - Φτώχεια και αποτυχία

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Poverty and Failure που είναι απαραίτητες για την Ακαδημαϊκή εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (6-7)
frustrated

(of a person) incapable of achieving success in a specific profession

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frustrated"
unfulfilled

not achieving one's full potential or desired goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfulfilled"
disastrous

extremely unsuccessful or unfortunate

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disastrous"
unfulfilling

not providing satisfaction or a sense of completion, leaving one dissatisfied or disappointed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfulfilling"
unfruitful

not producing the expected or desired results

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfruitful"
unaccomplished

not having achieved one's goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unaccomplished"
unrewarding

not bringing satisfaction, fulfillment, or positive outcomes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unrewarding"
unprofitable

not generating a profit, gain, or financial benefit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unprofitable"
fruitless

failing to produce the desired or expected results

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fruitless"
unattained

incabable of being reached, achieved, or acquired, often referring to goals, objectives, or desires that remain unrealized

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unattained"
failing

characterized by shortcomings, deficiencies, or a decline in quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "failing"
impoverished

(of people and areas) experiencing extreme poverty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impoverished"
penniless

having no money or financial resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penniless"
underprivileged

lacking access to essential resources or opportunities that are enjoyed by others, often due to social or economic factors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underprivileged"
struggling

facing challenges or hardships, often in the context of financial limitations or adversities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "struggling"
stumble

failure in achieving something, often due to bad luck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stumble"
misfortune

a situation or event that causes bad luck or hardship for someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "misfortune"
surrender

the act of yielding, giving up, or submitting to an opponent, authority, or circumstance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surrender"
to flounder

to face great difficulties and be about to fail

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flounder"
to founder

to be an outright failure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to founder"
to go down

to experience defeat in a competition or conflict

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go down"
to mismanage

to inadequately direct something due to negligence or poor decision-making

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mismanage"
to go under

to experience financial failure or bankruptcy, often leading to the end or termination of a business or company

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go under"
to miscarry

to fail to achieve a desired outcome

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to miscarry"
to concede

to admit defeat in a competition, election, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to concede"
to abdicate

to not accept or complete an obligation or duty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abdicate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek