pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 6-7) - Αύξηση Ποσού

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την Αύξηση Ποσού που είναι απαραίτητες για την Ακαδημαϊκή εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (6-7)
overflowing

filled beyond capacity, often to the point of spilling over or exceeding the intended limit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overflowing"
replete

containing an abundance of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "replete"
stuffed

completely full of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stuffed"
sufficient

having enough of something to meet a particular need or requirement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sufficient"
plenteous

existing in great amounts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plenteous"
increased

having grown or become larger in amount or degree

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "increased"
copious

very great in number or amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "copious"
ample

more than enough to meet the needs or exceed expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ample"
overfilled

filled to an excessive or overflowing extent, often beyond its intended capacity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overfilled"
endless

very great in number, amount, or size and seeming to be without end or limit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endless"
amplification

the act of making something more intense or heightened

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amplification"
upturn

an improvement or a positive change in a situation, especially in the economy or business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upturn"
to surge

(of prices, shares, etc.) to abruptly and significantly increase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surge"
to augment

to add to something's value, effect, size, or amount

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to augment"
to inflate

to increase something significantly or excessively

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inflate"
to multiply

to significantly increase in quantity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to multiply"
to mushroom

to increase, expand, or multiply rapidly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mushroom"
to mount

to gradually rise or increase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mount"
to pile up

to increase in amount or quantity over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pile up"
to rocket

(of a price, amount, etc.) to increase suddenly and significantly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rocket"
to scale up

to cause an increase in the amount, size, or significance of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scale up"
to swell

to increase in size, volume, or intensity, often in a gradual or steady manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swell"
to shoot up

(of an amount or price) to increase rapidly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shoot up"
to amp up

to increase the intensity, energy, or power of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to amp up"
to ramp up

to make something increase in amount, intensity, or production

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ramp up"
to proliferate

to grow in amount or number rapidly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to proliferate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek