pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 6-7) - Κατασκευή και Βιομηχανία

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη Βιομηχανία και τη Βιομηχανία που είναι απαραίτητες για την Ακαδημαϊκή εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (6-7)
raw material

basic substances used in manufacturing before processing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "raw material"
assembly line

a production process where a product is put together in a step-by-step manner by different people or machines, each responsible for a specific task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assembly line"
mass production

large-scale, standardized manufacturing for efficient production of identical items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mass production"
supply chain

a network of entities involved in producing, distributing, and selling a product, from raw material suppliers to end consumers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supply chain"
warehousing

storage and management of goods in a warehouse for efficient distribution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "warehousing"
trademark

a name or design that exclusively belongs to a particular company or its products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trademark"
downtime

the time in which a machine, like a computer, is not operational

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "downtime"
heavy industry

industry that produces large products or requires significant machinery and facilities, often involving the extraction, processing, or manufacturing of raw materials

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heavy industry"
light industry

the sector of manufacturing that produces finished products suitable for direct consumer use, typically requiring less capital-intensive equipment and facilities than heavy industry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light industry"
sector

a specific part or branch of an economy, society, or activity with its own distinct characteristics and functions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sector"
just in time

a production strategy that aims to reduce inventory costs by producing and receiving goods only as they are needed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "just in time"
to output

to produce or generate goods, products, or services in a manufacturing or industrial process

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to output"
refinery

a factory in which a natural substance such as oil or sugar is made pure by removing all other substances from it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refinery"
foundry

a factory or workshop where metal is melted and made into different shapes or objects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foundry"
sawmill

a facility or industrial plant equipped with machinery for cutting, processing, and shaping logs or timber into lumber or wood products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sawmill"
artisanal

relating to products or practices that involve skilled craftsmanship or traditional methods, often resulting in high-quality, handcrafted goods

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artisanal"
benchmark

something that serves as a point of reference by which other things can be measured or judged

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benchmark"
outsourcing

the process of having someone outside of a company provide goods or services for that company

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outsourcing"
infrastructure

the basic physical structures and systems that support and enable the functioning of a society or organization, such as roads and bridges

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infrastructure"
industrialization

the process of developing and expanding industries within a region or country, involving the increased production of goods through the use of advanced machinery, technology, and organized labor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industrialization"
lean manufacturing

a production methodology aimed at minimizing waste while maximizing productivity and efficiency

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lean manufacturing"
computer-aided manufacturing

the use of software and computer-controlled machinery to automate and optimize manufacturing processes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "computer-aided manufacturing"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek