pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'Out' - Προσπάθεια, επιτυχία ή αποτυχία

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'Out'
to beat out

to defeat and perform better than someone in a competition, sport, business, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beat out"
to fizzle out

to end in a disappointing or weak way, particularly after a good start

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fizzle out"
to give out

to stop working or functioning

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give out"
to lose out

to be defeated or surpassed by someone or something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lose out"
to luck out

to experience good luck

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to luck out"
to miss out

to lose the opportunity to do or participate in something useful or fun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to miss out"
to pan out

to succeed or come to a favorable outcome

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pan out"
to pick out

to choose among a group of people or things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick out"
to strike out

to not succeed in doing or accomplishing something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to strike out"
to test out

to try a new theory in real situations to see how well it works or gather feedback

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to test out"
to try out

to perform or demonstrate one's abilities with the aim of getting a specific role or position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek