pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'Out' - Προσπάθεια, επιτυχία ή αποτυχία

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'Out'
to beat out

to defeat and perform better than someone in a competition, sport, business, etc.

κατατροπώνω, νικώ

κατατροπώνω, νικώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beat out"
to fizzle out

to end in a disappointing or weak way, particularly after a good start

χάνω τη δυναμική μου, ξεθωριάζω

χάνω τη δυναμική μου, ξεθωριάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fizzle out"
to give out

to stop working or functioning

παύω να λειτουργώ, χαλάω

παύω να λειτουργώ, χαλάω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give out"
to lose out

to be defeated or surpassed by someone or something else

χάνω (το) πουθενά, υπολείπω

χάνω (το) πουθενά, υπολείπω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lose out"
to luck out

to experience good luck

τυχαίνω (tychaíno), καταφέρνω (kataférno)

τυχαίνω (tychaíno), καταφέρνω (kataférno)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to luck out"
to miss out

to lose the opportunity to do or participate in something useful or fun

χάνω (το) ευκαιρία, αφήνω να μου ξεφύγει

χάνω (το) ευκαιρία, αφήνω να μου ξεφύγει

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to miss out"
to pan out

to succeed or come to a favorable outcome

ψηλώνω, πετυχαίνω

ψηλώνω, πετυχαίνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pan out"
to pick out

to choose among a group of people or things

διαλέγω, επιλέγω

διαλέγω, επιλέγω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick out"
to strike out

to not succeed in doing or accomplishing something

αποτυγχάνω, αποτυχία

αποτυγχάνω, αποτυχία

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to strike out"
to test out

to try a new theory in real situations to see how well it works or gather feedback

δοκιμάζω, τεστάρω

δοκιμάζω, τεστάρω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to test out"
to try out

to perform or demonstrate one's abilities with the aim of getting a specific role or position

δοκιμάζω, δοκιμή

δοκιμάζω, δοκιμή

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek