pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'Out' - Προκαλώντας ή Εκφράζοντας ένα Συναίσθημα

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'Out'
to bliss out

to feel really happy and relaxed without any particular reason

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bliss out"
to boom out

to express oneself in a powerful and loud voice

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boom out"
to chill out

to relax and take a break especially when feeling stressed or upset

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chill out"
to flood out

to overwhelm someone with an excessive amount of tasks or assignments, often beyond their capacity to manage effectively

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flood out"
to go out to

to have sympathy for someone and hope that they will get through the difficult situation they are in

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go out to"
to go out together

to be in a romantic relationship

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go out together"
to make out

to kiss and touch someone in a sexual manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make out"
to pour out

to freely express one's deep emotions, thoughts, or feelings

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pour out"
to spill out

to express an emotion, typically through honest speech

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spill out"
to tire out

to make someone exhausted through physical or mental activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tire out"
to veg out

to relax without doing much activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to veg out"
to weird out

to cause someone to feel uncomfortable or surprised by something unusual

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to weird out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek