pattern

Εμφάνιση - Το σχήμα του σώματος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με σχήματα σώματος όπως "buff", "curvy" και "lanky".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Appearance
hourglass figure

the body shape of a woman with a small waist and larger hips and breasts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hourglass figure"
beefy

with a strong body and well-built muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beefy"
brawny

(of a person) physically strong with well-developed muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brawny"
buff

(of a person) physically attractive with large muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buff"
bullnecked

having a thick and muscular neck, similar to that of a bull

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bullnecked"
burly

strongly built and muscular, with a large and robust physique

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burly"
gangling

(of a person) tall and thin but not in an elegant way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gangling"
gangly

tall, thin, and awkward in appearance or movement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gangly"
husky

large and muscular, with a strong and solid build

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "husky"
lank

tall and thin, with an ungraceful or unattractive appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lank"
lanky

(of a person) tall and thin in a way that is not graceful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lanky"
leggy

having long, slender legs in proportion to their body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leggy"
muscular

(of a person) powerful with large well-developed muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muscular"
pear-shaped

(of a person) having a wider lower waist and narrower upper waist, resembling the shape of a pear

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pear-shaped"
round-shouldered

having bent shoulders and a hunched back

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "round-shouldered"
stocky

(especially of a man) having a short but quite solid figure with thick muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stocky"
stooped

being of the habit of bending the head and shoulders forward, while walking or standing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stooped"
strapping

tall, strong, and well-built, often implying an impressive physical appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strapping"
thickset

describing a compact, solid build and a broad, muscular frame

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thickset"
well-built

having a strong, solid, and muscular physique

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-built"
willowy

tall, slender, and elegant, with long, thin limbs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "willowy"
beanpole

someone with a very tall and thin figure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beanpole"
ectomorph

(physiology) an individual with a naturally thin body type

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ectomorph"
flabby

(of a person) loose and covered with soft flesh

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flabby"
squat

short and broad in stature, often with a thick and sturdy build

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "squat"
rangy

tall and slim, with long legs and arms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rangy"
midget

abnormally small in stature, typically as a result of a medical condition such as dwarfism

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "midget"
runt

a person who is small, weak, or inferior in comparison to others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "runt"
squirt

someone who is of small stature and may be perceived as unimportant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "squirt"
bosomy

describing a woman with a large, full bust or breasts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bosomy"
busty

describing a woman with a large and well-developed bust or breasts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "busty"
buxom

(of a woman) being plump or large in a pleasant way, especially having large breasts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buxom"
curvaceous

(of a woman) having large breasts, wide hips and a narrow waist

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curvaceous"
curvy

(of a woman's body) attractive because of having curves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curvy"
well-endowed

(of a woman) having a large and attractive physical feature, such as a full bust or a muscular physique

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-endowed"
angular

bony, gaunt, or having prominent bone structure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "angular"
slight

slender and lacking a strong physical build

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slight"
sylphlike

having a tall, slim, and delicate physical appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sylphlike"
compact

having a small, solid body that is tightly built

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compact"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek