pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - Αρμονία και Διχόνοια

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για την Αρμονία και την Έριδα, που έχουν συλλεχθεί ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
to assent

to agree to something, such as a suggestion, request, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assent"
to acquiesce

to reluctantly accept something without protest

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to acquiesce"
to upvote

to show one's agreement or approval of an online post or comment by clicking on a specific icon

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to upvote"
to countenance

to agree and not oppose to something that one generally finds unacceptable or unpleasant

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to countenance"
to accede

to agree to something such as a request, proposal, demand, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accede"
to capitulate

to stop resisting something and accept it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to capitulate"
to relent

to accept something, usually after some resistance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relent"
to downvote

to show one's disagreement or disapproval of an online post or comment by clicking on a specific icon

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to downvote"
to diverge

(of views, opinions, etc.) to be different from each other

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to diverge"
to dissent

to give or have opinions that differ from those officially or commonly accepted

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dissent"
to expostulate

to strongly argue, disapprove, or disagree with someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expostulate"
to gainsay

to disagree or deny that something is true

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gainsay"
to harrumph

‌to express disapproval of something by making a noise in the throat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to harrumph"
to deprecate

to not support and be against something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deprecate"
to frown on

to disapprove of or have a negative opinion about something, particularly due to being improper or unacceptable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to frown on"
to repudiate

to dismiss or reject something as false

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repudiate"
to denigrate

to intentionally make harmful statements to damage a person or thing's worth or reputation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to denigrate"
to demean

to behave in a way that lowers the dignity or respect of oneself or others

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to demean"
to grouse

to express dissatisfaction or injustice about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grouse"
to chide

to express mild disapproval, often in a gentle or corrective manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chide"
to pan

to give a strong, negative review or opinion about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pan"
to contravene

to go against an argument or statement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contravene"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek