pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - Δυναμική Σχέσεων και Συνδέσεις

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για τη Δυναμική των Σχέσεων και τις Συνδέσεις, που συλλέγονται ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
crony

a close friend one spends lots of time with who may have a bad influence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crony"
affinity

a strong and natural liking or sympathy toward someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affinity"
fraternity

a group of people who have the same profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fraternity"
amity

pleasant, friendly, and peaceful relations between individuals or nations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amity"
foe

an opponent or enemy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foe"
friction

absence of agreement or friendliness between people with different opinions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friction"
vendetta

a violent argument between two groups in which members of each side make attempts to murder the members of the opposing side in retaliation for things that occurred in the past

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vendetta"
rift

an end to a friendly relationship between people or organizations caused by a serious disagreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rift"
lineage

the passing down of traits from one generation to another within a family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lineage"
blended family

a family in which the parents live with the children from their own relationship along with the children from previous ones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blended family"
consanguinity

the state of being biologically related to someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consanguinity"
pedigree

the recorded ancestry or lineage of individuals, typically in the context of their descendants tracing back to a common ancestor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedigree"
progeny

one or all the descendants of an ancestor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "progeny"
surrogate mother

a woman who agrees to carry and take the responsibility of another couple's child

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surrogate mother"
biological parent

a person from whom one inherits DNA and is directly responsible for their birth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biological parent"
progenitor

a person from whom other offsprings are descended

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "progenitor"
elopement

the act of running away with one's lover to get married without the consent of parents

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elopement"
courtship

the period of time when two people are getting to know each other romantically with the intention of getting married

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "courtship"
adultery

sexual intercourse involving a married person and someone other than their spouse

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adultery"
infatuation

a temporary and intense feeling of romantic or idealized attraction toward someone, often based on superficial qualities and lacking a deep emotional connection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infatuation"
to disown

to reject or deny any association or relationship with someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disown"
to patch up

to put an end to an argument with someone in order to make peace with them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to patch up"
to rekindle

to revive or renew something, such as a relationship or interest, that has faded

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rekindle"
to antagonize

to provoke and anger someone so much that they start to hate and oppose one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to antagonize"
to drift apart

to gradually become less close or connected, often due to a lack of shared interests or diverging paths

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drift apart"
to feud

to have a lasting and heated argument with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to feud"
to two-time

to betray one's partner by secretly having an affair with someone else at the same time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to two-time"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek