pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - κινήσεις

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για τις κινήσεις, που συλλέγονται ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
to careen

to quickly move forward while also swaying left and right in an uncontrolled and dangerous way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to careen"
to skid

to slide or slip uncontrollably, usually on a slippery surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skid"
to wobble

to move with an unsteady, rocking, or swaying motion, often implying a lack of stability or balance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wobble"
to meander

(of a river, trail, etc.) to follow along a curvy or indirect path

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to meander"
to trot

to run faster than a walk but slower than a full sprint

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trot"
to stomp

to tread heavily and forcefully, often with a rhythmic or deliberate motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stomp"
to scuttle

to move quickly and with short, hasty steps

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scuttle"
to cartwheel

to perform a gymnastic move involving rolling the body sideways in a full circle, typically with arms and legs extended

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cartwheel"
to wriggle

to twist, turn, or move with quick, contorted motions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wriggle"
to somersault

to perform a gymnastic or acrobatic movement in which the body makes a complete revolution, typically forwards or backwards, with the feet passing over the head

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to somersault"
to flit

to move quickly and lightly from somewhere or something to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flit"
to jig

to dance, move, or skip with quick, lively steps

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jig"
to dart

to move swiftly and abruptly in a particular direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dart"
to haul

to pull something or someone along the ground, usually with difficulty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to haul"
to slither

to move smoothly and quietly, like a snake

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slither"
to revolve

to turn or move around an axis or center

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to revolve"
to clamber

to climb a surface using hands and feet

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clamber"
to flop

to move in a loose, uncontrolled, or erratic manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flop"
to bolt

to move or run away quickly and unexpectedly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bolt"
to plop

to fall or drop with a soft, muffled sound

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plop"
to zip

to move rapidly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to zip"
to whisk

to move quickly and lightly in a particular direction or manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to whisk"
to streak

to move swiftly in a specified direction, leaving a visible trail or mark

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to streak"
to bog down

to get stuck in mud or wet ground, preventing movement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bog down"
to waddle

to walk with short, clumsy steps and a swaying motion from side to side, typically as a result of being overweight or having short legs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to waddle"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek