pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - Φαγητό και ποτά

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για τα τρόφιμα και τα ποτά, που συλλέγονται ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
to gorge

to eat greedily and in large quantities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gorge"
to nosh

to eat snacks or light meals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nosh"
to tuck in

to eat with enthusiasm and hearty appetite

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tuck in"
to imbibe

to consume or absorb liquids, especially beverages

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to imbibe"
to crunch

to crush or grind something loudly and noisily with the teeth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crunch"
to wolf

to eat something quickly and voraciously

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wolf"
to swig

to drink something in one large gulp or swallow

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swig"
to lap up

to consume a liquid or soft substance with enthusiasm, often using the tongue, as in the manner of an animal drinking or eating

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lap up"
to chug

to consume a beverage, usually a carbonated or alcoholic one, quickly and in large gulps

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chug"
to chomp

to chew or bite down on something with a strong, audible, and repeated motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chomp"
to quaff

to drink a large quantity of a liquid in a hearty, enthusiastic manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quaff"
to sup

to consume a drink or liquid food

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sup"
to guzzle

to drink something, especially an alcoholic beverage, enthusiastically, and in large quantities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to guzzle"
to swill

to quickly and often carelessly consume large amounts of liquid, particularly alcoholic drinks

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swill"
confit

a cooking technique that involves slow cooking meat in fat at a low temperature, resulting in tender and flavorful meat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confit"
broiling

a cooking method that involves exposing food to heat, often over a fire or under a grill

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broiling"
chutney

a combination of either pickles, vegetables, spices, and herbs, that is used as condiment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chutney"
binge

an occasion when a person drinks or eats excessively

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "binge"
commis

a junior chef learning and assisting in the kitchen under experienced chefs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commis"
antipasto

a dish of small amount eaten before the main part of a meal, originated in Italy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antipasto"
wholefood

food that contains little or no artificial substance and is considered healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wholefood"
clean eating

a type of diet in which one avoids eating processed food to become healthier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clean eating"
buttery

a storage room for alcoholic beverages, primarily wine and ale, and sometimes provisions, including food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buttery"
delectable

tasting or smelling very good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delectable"
epicurean

relating to enjoyment of luxuries, especially through delicious food and drink

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epicurean"
culinary

having to do with the preparation, cooking, or presentation of food

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culinary"
scrumptious

extremely tasty and satisfying to eat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scrumptious"
corkage

an amount of money charged by a restaurant for drinking a wine that was bought from somewhere else by the customer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corkage"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek