pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - Παραγγελία και άδεια

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για Παραγγελία και Άδεια, που συλλέγονται ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
to ordain

to officially order something using one's higher authority

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ordain"
to enjoin

to tell someone to do something by ordering or instructing them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enjoin"
to deregulate

to remove or reduce regulations or restrictions on a particular industry or activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deregulate"
to slap on

to command someone to do something immediately, often as punishment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slap on"
to halt

to stop or bring an activity, process, or operation to an end

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to halt"
to interdict

to forbid a specific action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interdict"
to constrain

to force someone to act in a certain way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to constrain"
to pressurize

to force someone to do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pressurize"
to squeeze

to burden or harass someone with difficulties or demands

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squeeze"
to ram

to forcefully push for something to be accepted or approved, often using strong actions to overcome resistance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ram"
to dragoon

to pressure someone into doing something through intimidation or threats

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dragoon"
to condone

to accept or forgive something that is commonly believed to be wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to condone"
to decree

to make an official judgment, decision, or order

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decree"
to begrudge

to give or allow reluctantly or with displeasure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to begrudge"
to abide by

to follow the rules, commands, or wishes of someone, showing compliance to their authority

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abide by"
to hustle

to convince or make someone do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hustle"
to oust

to remove someone from a position or place, often forcefully

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to oust"
to bludgeon

to forcefully pressure someone to do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bludgeon"
to coerce

to force someone to do something through threats or manipulation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to coerce"
to proscribe

to officially ban the existence or practice of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to proscribe"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek