pattern

Βεβαιότητα και Αμφιβολία - Εμπιστοσύνη και σιγουριά

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την αυτοπεποίθηση και τη σιγουριά, όπως "βεβαιώ", "σίγουρη" και "σιγουριά".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Certainty and Doubt
cinch

something that will surely happen

σίγουρη υπόθεση, εύκολη περίπτωση

σίγουρη υπόθεση, εύκολη περίπτωση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cinch"
to cinch

to make certain of or to guarantee something

βεβαιώνω, εξασφαλίζω

βεβαιώνω, εξασφαλίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cinch"
concrete

according to facts instead of opinions

συγκεκριμένος, πραγματικός

συγκεκριμένος, πραγματικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concrete"
concretely

in a definite and clear manner due to being based on facts instead of ideas or guesses

συγκεκριμένα, ακριβώς

συγκεκριμένα, ακριβώς

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concretely"
confidence

the belief in one's own ability to achieve goals and get the desired results

αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη

αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confidence"
confident

having a strong belief in one's abilities or qualities

σίγουρος, επιδεικτικός

σίγουρος, επιδεικτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confident"
confidently

in a way that shows confidence and trust in oneself or another person's abilities, plans, etc.

με αυτοπεποίθηση, με σιγουριά

με αυτοπεποίθηση, με σιγουριά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confidently"
conviction

a belief or opinion that is very strong

πίστη (písti), πεποίθηση (pepoíthisi)

πίστη (písti), πεποίθηση (pepoíthisi)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conviction"
convinced

having a strong belief in something

πεπεισμένος,  εισπράττοντας πίστη

πεπεισμένος, εισπράττοντας πίστη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convinced"
to count on

to put trust in something or someone

υπολογίζω σε, εμπιστεύομαι

υπολογίζω σε, εμπιστεύομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to count on"
to cross-check

to check the accuracy or validity of something by using alternative sources or methods

διασταυρώω, ελέγχω

διασταυρώω, ελέγχω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cross-check"
cross-check

‌an act of determining the accuracy or credibility of something by comparing it with various sources

επικύρωση, διασταύρωση

επικύρωση, διασταύρωση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cross-check"
decidedly

in a way that is certain and beyond any doubt

αποφασιστικά, κατηγορηματικά

αποφασιστικά, κατηγορηματικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decidedly"
definite

certainly happening and unlikely to change

απόλυτος, καθοριστικός

απόλυτος, καθοριστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definite"
definite

(of a person) firm and clear in thoughts, decisions, or actions

απόλυτος, κατηγορηματικός

απόλυτος, κατηγορηματικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definite"
definitely

in a certain way

οπωσδήποτε, σίγουρα

οπωσδήποτε, σίγουρα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definitely"
to depend on

to have confidence or trust in someone or something

εξαρτώμαι από, στηρίζομαι σε

εξαρτώμαι από, στηρίζομαι σε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to depend on"
dogmatic

convinced that everything one believes in is true and others are wrong

δογματικός, αυστηρός

δογματικός, αυστηρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dogmatic"
dogmatically

in a critical and arrogant manner therefore refusing to consider other's opinions

δογματικά, κατηγορηματικά

δογματικά, κατηγορηματικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dogmatically"
to ensure

to make sure that something will happen

εξασφαλίζει, διασφαλίζει

εξασφαλίζει, διασφαλίζει

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ensure"
to feel something in one's bones

to believe something strongly, even though one cannot explain why

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [feel] {sth} in {one's} bones"
foregone conclusion

something that is assumed to be true or already decided upon before any evidence or arguments are presented

προκαθορισμένο συμπέρασμα, προκατασκευασμένο συμπέρασμα

προκαθορισμένο συμπέρασμα, προκατασκευασμένο συμπέρασμα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foregone conclusion"
to get something straight

to understand something completely and clearly

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [get] {sth} straight"
to guarantee

to make sure that something will occur

εγγυώμαι, διασφαλίζω

εγγυώμαι, διασφαλίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to guarantee"
guarantee

something that makes certain of a given result

εγγύηση, διασφάλιση

εγγύηση, διασφάλιση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guarantee"
guarantor

a person who officially makes a promise or gives assurance to be accountable for someone or the occurrence of something

εγγυητής, εγγυησία

εγγυητής, εγγυησία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guarantor"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek