pattern

Απόφαση, Πρόταση και Υποχρέωση - Αγάπη και μίσος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την αγάπη και το μίσος, όπως «λατρεύω», «ερεθισμένος» και «καταφρόνημα».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Decision, Suggestion, and Obligation
to abide

(always negative) to tolerate someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abide"
admiration

a feeling of much respect for and approval of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "admiration"
to adore

to love and respect someone very much

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adore"
acquired taste

something that one dislikes first but starts to like it with the passage of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acquired taste"
allergic

characterized by a strong dislike or hatred toward someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allergic"
anathema

something that is gravely hated and disapproved of

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anathema"
antipathetic

having or showing extreme hatred or hostility toward someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antipathetic"
antipathy

a strong feeling of hatred, opposition, or hostility

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antipathy"
averse

strongly opposed to something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "averse"
aversion

a strong feeling of dislike toward someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aversion"
to be sweet on

to like somebody very much in a romantic way

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to be sweet on"
to despise

to hate and have no respect for something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to despise"
disgust

a strong feeling of distaste for someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disgust"
to dislike

to not like a person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dislike"
dislike

the feeling of not liking something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dislike"
enamored

having a strong liking or admiration for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enamored"
enemy

someone who is against a person, or hates them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enemy"
faddiness

the fact of having or showing unreasonable tendency or preference toward some things and not others, particularly food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "faddiness"
faddy

having or showing an unreasonable tendency to like some things and not others, particularly food

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "faddy"
to favor

to prefer someone or something to an alternative

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to favor"
favored

having characteristics or features that makes something or someone preferable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "favored"
finicky

overly particular about small details, making one challenging to please

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finicky"
for one's liking

in a way that is based on one's tastes or wishes

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "for {one's} liking"
frenemy

a person who pretends to be a friend when in reality is one's rival or enemy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frenemy"
give me something any day

used to express one's preference to something or someone over other things

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "give me {sth} any (day|time)"
to go for

to choose something among other things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go for"
to go off

to experience a loss of interest or liking towards someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go off"
to grow on

to gradually like someone or something more and more

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow on"
grudge

a deep feeling of anger and dislike toward someone because of what they did in the past

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grudge"
to hate

to really not like something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hate"
hate

strong dislike for someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hate"
to hate the sight of somebody or something

to be unable to tolerate someone or something because of one's hatred or hostility toward them

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [hate] the sight of {sb/sth}"
to have a lot of time for

to be really interested in someone or something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] a lot of time for"
to have against

to hold a negative opinion or feeling about someone or something, typically based on past experiences or personal preferences

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have against"
to have a sweet tooth

to be attracted to food that contains a lot of sugar

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] a sweet tooth"
to have a thing for somebody or something

to be excessively obsessed with someone, especially in a way that seems strange or unreasonable

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] a thing (for|about) {sb/sth}"
to have no time for somebody or something

to refrain from involving someone or spending time with them

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] no time for {sb/sth}"
to have no use for somebody or something

to dislike or have no sense of respect for someone or something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] no use for {sb/sth}"
to have a soft spot for somebody or something

to be particularly fond of someone or something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] a soft spot for {sb/sth}"
to heart

to be excessively infatuated with someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to heart"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek