pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Συμβουλή και απόφαση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για συμβουλές και αποφάσεις, όπως «edify», «proffer», «mentee» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
to admonish

to strongly advice a person to take a particular action

συμβουλεύοντας κάποιον

συμβουλεύοντας κάποιον

Google Translate
[ρήμα]
to commend

to speak positively about someone or something and suggest their suitability

εγκρίνοντας κάποιον

εγκρίνοντας κάποιον

Google Translate
[ρήμα]
to contemplate

to think about or consider something as a possibility

[ρήμα]
to deliberate

to think carefully about something and consider it before making a decision

εξετάζοντας κάτι διεξοδικά

εξετάζοντας κάτι διεξοδικά

Google Translate
[ρήμα]
to edify

to make someone develop intellectually or morally

[ρήμα]
to enjoin

to tell someone to do something by ordering or instructing them

διατάζω κάποιον να κάνει κάτι

διατάζω κάποιον να κάνει κάτι

Google Translate
[ρήμα]
to expostulate

to strongly argue, disapprove, or disagree with someone or something

διαμαρτύρομαι

διαμαρτύρομαι

Google Translate
[ρήμα]
to heed

to be attentive to advice or a warning

προσέχω

προσέχω

Google Translate
[ρήμα]
to hustle

to convince or make someone to do something

αναγκάζοντας κάποιον να κάνει κάτι

αναγκάζοντας κάποιον να κάνει κάτι

Google Translate
[ρήμα]
to remonstrate

to argue and express one's disagreement or objection to something

εναντιώνεται έντονα σε κάποιον ή κάτι

εναντιώνεται έντονα σε κάποιον ή κάτι

Google Translate
[ρήμα]
to opt

to choose something over something else

επιλέγω

επιλέγω

Google Translate
[ρήμα]
to proffer

‌to offer an explanation, advice, or one's opinion on something

κάνοντας μια πρόταση

κάνοντας μια πρόταση

Google Translate
[ρήμα]
to procrastinate

to postpone something that needs to be done

αργοπορώ

αργοπορώ

Google Translate
[ρήμα]
to waver

to hold back and hesitate due to uncertainty

όντας διστακτικός

όντας διστακτικός

Google Translate
[ρήμα]
to resolve

to make a decision with determination

λήψη μιας αποφασιστικής απόφασης

λήψη μιας αποφασιστικής απόφασης

Google Translate
[ρήμα]
consultancy

the practice of giving professional advice within a particular field

παροχή συμβουλών

παροχή συμβουλών

Google Translate
[ουσιαστικό]
disincentive

something that makes one less encouraged to do something

αντικίνητρο

αντικίνητρο

Google Translate
[ουσιαστικό]
mentor

a reliable and experienced person who helps those with less experience

μέντορας

μέντορας

Google Translate
[ουσιαστικό]
mentee

someone who is advised or trained under the supervision of a mentor

καθοδηγούμενος

καθοδηγούμενος

Google Translate
[ουσιαστικό]
sermon

ethical advice that one gives during a long conversation

κήρυγμα

κήρυγμα

Google Translate
[ουσιαστικό]
steer

a piece of advice or information regarding the progress of a situation

μόσχος ευνουχισμένος

μόσχος ευνουχισμένος

Google Translate
[ουσιαστικό]
veto

refusal of or disagreement with something

βέτο

βέτο

Google Translate
[ουσιαστικό]
volition

the faculty to use free will and make decisions

θέληση

θέληση

Google Translate
[ουσιαστικό]
ambivalent

having contradictory views or feelings about something or someone

ιδιότροπος

ιδιότροπος

Google Translate
[επίθετο]
fuzzy

confused and unable to think clearly

ταραγμένος

ταραγμένος

Google Translate
[επίθετο]
incisive

capable of quickly grasping complex topics and offer clear and insightful perspectives

έξυπνο και πρακτικό

έξυπνο και πρακτικό

Google Translate
[επίθετο]
indeterminate

not known, measured, or specified precisely

ακαθόριστος

ακαθόριστος

Google Translate
[επίθετο]
inexpedient

impractical, inconvenient, and inadvisable

ασύμφορος

ασύμφορος

Google Translate
[επίθετο]
irresolute

hesitant and uncertain about what to do

διστακτικός

διστακτικός

Google Translate
[επίθετο]
unanimous

(of a group) fully in agreement on something

σύμφωνοι και ενωμένοι

σύμφωνοι και ενωμένοι

Google Translate
[επίθετο]
undisputed

accepted as true or genuine, without any doubt or disagreement

αδιαφιλονίκητος

αδιαφιλονίκητος

Google Translate
[επίθετο]
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek