pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Ο νόμος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για το δίκαιο, όπως «article», «waiver», «acquit» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
court of appeals

in the US, a court of law that makes decisions regarding cases in which the lower court's judgment is contested

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "court of appeals"
appellant

a person who appeals in a higher court against a decision made in a lower court

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appellant"
article

a paragraph or clause in a legal agreement or document that is separate from others and deals with something particular

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "article"
subclause

an additional part of a legal document

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subclause"
writ

a legal document from a court or another legal authority that instructs someone on what to do or not to do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "writ"
affidavit

a written statement affirmed by oath that can be used as evidence in court

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affidavit"
warrant

an order issued by a judge that authorizes the police to take specific actions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "warrant"
plaintiff

a person who brings a lawsuit against someone else in a court

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plaintiff"
litigator

a lawyer who specializes in bringing a lawsuit against people or organizations in a court of law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "litigator"
settlement

an official agreement that puts an end to a dispute

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "settlement"
waiver

an official statement according to which one gives up their legal right or claim

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waiver"
to nullify

to legally invalidate an agreement, decision, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nullify"
to sanction

to officially approve of something such as an action, change, practice, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sanction"
to enforce

to ensure that a law or rule is followed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enforce"
to issue

to release an official document such as a statement, warrant, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to issue"
to acquit

to officially decide and declare in a law court that someone is not guilty of a crime

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to acquit"
to pardon

to discharge a criminal from the legal consequences of a conviction or violation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pardon"
to decree

to make an official judgment, decision, or order

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decree"
prosecution

the process of bringing someone to court in an attempt to prove their guilt

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prosecution"
judiciary

the part of a country's government that administers the legal system, including all its judges

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judiciary"
to infringe

to violate someone's rights or property

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to infringe"
to overturn

to reverse, abolish, or invalidate something, especially a legal decision

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overturn"
to void

to announce that something is no longer legally valid or binding

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to void"
conviction

a formal declaration by which someone is found guilty of a crime in a court of law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conviction"
indictment

a formal accusation of a crime

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indictment"
validation

the act of making something legally acceptable and the declaration of it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "validation"
litigation

the process of bringing a lawsuit to a court in order to obtain a judgment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "litigation"
to outlaw

to officially state that something is illegal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outlaw"
to legislate

to create or bring laws into effect through a formal process

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to legislate"
notary

an official authorized to conduct particular legal formalities, especially to make documents legally acceptable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notary"
legality

the fact that something is in accordance with the law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legality"
to interrogate

to question someone in an aggressive way for a long time in order to get information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interrogate"
barrister

a legal professional who is qualified and licensed to advocate on the behalf of clients in both lower and higher courts, primarily in Britain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barrister"
to adjudicate

to make a formal decision or judgment about who is right in an argument or dispute

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adjudicate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek