pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Μίσος ή Στοργή

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με το μίσος ή τη στοργή, όπως «execrable», «odious», «abide» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
affinity

a strong and natural liking or sympathy toward someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affinity"
averse

strongly opposed to something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "averse"
enamored

having a strong liking or admiration for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enamored"
entranced

filled with delight and amazement by something and giving it all one's attention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entranced"
execrable

extremely unpleasant or bad

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "execrable"
laudable

(of an idea, intention, or act) deserving of admiration and praise, regardless of success

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laudable"
meritorious

deserving praise or compensation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meritorious"
nauseating

causing or capable of provoking a sensation of disgust or nausea

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nauseating"
obnoxious

extremely unpleasant or rude

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obnoxious"
odious

extremely unpleasant and deserving revulsion or strong hatred

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "odious"
partial

liking someone or something, or having an interest in them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "partial"
prejudiced

having a preconceived opinion, idea, or belief about someone or something, particularly in an unreasonable or unfair way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prejudiced"
repugnant

extremely unpleasant and disgusting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "repugnant"
revolting

extremely repulsive and disgusting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "revolting"
scornful

feeling or showing contempt or disrespect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scornful"
to abide

(always negative) to tolerate someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abide"
to revile

to criticize someone or something in a harsh insulting manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to revile"
anathema

something that is gravely hated and disapproved of

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anathema"
animosity

strong hostility, opposition, or anger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "animosity"
antipathy

a strong feeling of hatred, opposition, or hostility

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antipathy"
cordiality

the quality of being agreeable and pleasant, but polite and formal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cordiality"
disdain

the feeling that someone or something is not worthy of respect or consideration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disdain"
penchant

a strong tendency to do something or a fondness for something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penchant"
proclivity

a tendency or need that makes one want to do something, often something considered morally wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proclivity"
enmity

a sentiment of hatred or hostility

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enmity"
rancor

a feeling of hatred and a desire to harm others, especially because of unjust treatment received

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rancor"
misanthrope

someone who dislikes, distrusts, or hates other human beings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "misanthrope"
misogynist

someone who despises women or assumes men are much better

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "misogynist"
pariah

an individual who is avoided and not liked, accepted, or respected by society or a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pariah"
partisan

an emphatic supporter of a cause, political party, or person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "partisan"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek