pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Κοινωνικά προβλήματα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για κοινωνικά προβλήματα, όπως «δίωξη», «παράνομο», «αναταραχή» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
discrimination

the practice of treating a person or different categories of people less fairly than others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discrimination"
persecution

an act of cruelty and unfairness toward someone because of their race, religion, or political views

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "persecution"
affirmative action

the policy or practice of favoring people that belong to groups known to have been discriminated against formerly, especially by giving them jobs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affirmative action"
to marginalize

to treat a person, group, or concept as insignificant or of secondary or minor importance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to marginalize"
class struggle

the conflict of interests between different social classes in a society, as mentioned in Marxist ideology

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "class struggle"
deportation

the act of forcing someone out of a country, usually because they do not have the legal right to stay there or because they have broken the law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deportation"
political asylum

the protection that a country grants to someone who has fled their home country because of political reasons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "political asylum"
asylum seeker

someone who seeks refuge in another country and wants to live in that country, often because they are in danger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asylum seeker"
illegal

someone who illegally lives or works in a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illegal"
immigration

the fact or process of coming to another country to permanently live there

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immigration"
emigration

the act of permanently leaving one's own country to go and live in another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emigration"
naturalization

the act or process of granting a foreigner the citizenship of a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "naturalization"
bigotry

the fact of having or expressing strong, irrational views and disliking other people with different views or a different way of life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bigotry"
intolerance

the state of being reluctant to accept ideas, thoughts, or behaviors that differ from one's own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intolerance"
deprivation

the state in which one cannot satisfy their basic human needs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deprivation"
disadvantaged

(of a person or area) facing challenging circumstances, especially financially or socially

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disadvantaged"
vagrancy

the state of homelessness as a result of unemployment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vagrancy"
unrest

a political situation in which there is anger among the people and protests are likely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unrest"
uprising

a situation in which people join together to fight against those in power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uprising"
subsistence

a situation in which one has just enough money or food to survive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subsistence"
refuge

protection or shelter from something dangerous or troublesome

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refuge"
poverty-stricken

suffering from extreme deprivation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poverty-stricken"
to impoverish

to take away a person or a country's riches to the point of poverty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to impoverish"
indigent

extremely poor or in need

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indigent"
modern slavery

a situation in which people are forced work against their will through threats or violence that prevents them from escaping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modern slavery"
to lay off

to dismiss employees due to financial difficulties or reduced workload

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lay off"
trafficking

the buying and selling of goods illegally

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trafficking"
malnutrition

a condition in which a person does not have enough food or good food to eat in order to stay healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malnutrition"
passive smoking

the act of inhaling smoke from another person's cigarettes, cigars, or pipes, especially involuntarily

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passive smoking"
homophobia

hatred, antipathy, or prejudice toward homosexuals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homophobia"
hard drug

a powerful, addictive, and illegal drug that some people take for pleasure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hard drug"
soft drug

a recreational drug that is not considered very harmful and gives some people a sense of pleasure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soft drug"
displacement

expulsion of people from their homes, typically caused by war, persecution, or natural catastrophe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "displacement"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek